Άρθρα

Υπάρχει λύση στο πρόβλημα που δημιουργεί ο οικοδομικός πληθωρισμός;

Ασφάλιση Κατοικίας & αποζημίωση σε αξία καινούργιου

Σε μια υγιή και ισχυρή οικονομία, χωρίς αισθητό πληθωρισμό, τα χρονικά διαστήματα μεταξύ των αποζημιώσεων (σε πραγματική αξία και σε αξία καινούργιου) δεν επηρεάζουν αισθητά τα οικονομικά συμφέροντα του ασφαλισμένου. Όταν τα κόστη οικοδομικών υλικών και εργασιών καταγράφουν ραγδαία αύξηση, τότε ο χρόνος καταβολής αποζημιώσεων είναι καθοριστικός στο οικονομικό αποτέλεσμα, όπως εξηγεί με σχετικό παράδειγμα ο κ. Δημήτρης Καράμπελας.

Μπορεί, άραγε, να καλυφθεί η πληθωριστική αύξηση που προκύπτει κατά την αναγκαία περίοδο επισκευής ή ανακατασκευής, χωρίς να διαταραχθεί η φιλοσοφία των πολυασφαλιστηρίων κατοικίας;

| Του Δημήτρη Καράμπελα, Χημικού Μηχανικού Ε.Μ.Π. |

Ως γνωστόν, οι τυποποιημένες καλύψεις κατοικιών παρέχονται σε αξία καινούργιου από τις ασφαλιστικές εταιρείες της αγοράς. Αυτό σημαίνει, όπως αναφέρει και ο σχετικός όρος των ασφαλιστηρίων, ότι απαραίτητη προϋπόθεση αποζημίωσης σε αξία καινούργιου είναι η αποκατάσταση της ζημίας, είτε με επισκευή είτε με ανακατασκευή, εντός χρονικού περιθωρίου δύο ετών, που σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να παραταθεί άλλα δύο έτη. Σε περίπτωση που ο ασφαλισμένος επιλέξει να μην επισκευάσει τη ζημία, τότε αποζημιώνεται σε πραγματική αξία, δηλαδή σε μειωμένη αξία της αξίας καινούργιου κατά το ποσοστό παλαιότητας της κατοικίας. Η ασφαλιστική εταιρεία διατηρεί το δικαίωμα να αποζημιώσει αμέσως σε πραγματική αξία και να αναβάλει την καταβολή της πρόσθετης αποζημίωσης, μέχρι την αξία καινούργιου, έως ότου ο ασφαλισμένος ολοκληρώσει την επισκευή ή την ανακατασκευή. Ένας από τους λόγους αυτού του τρόπου αποζημίωσης πιθανόν είναι για να μην πλουτίσει, λόγω της ζημίας, ο ασφαλισμένος, ο οποίος είχε μια παλαιά κατοικία και εισπράττει αποζημίωση για μια αντίστοιχη καινούργια, χωρίς να προβεί σε ενέργειες αποκατάστασης της ζημίας.

Οι ανωτέρω πρακτικές θα μπορούσαν να θεωρηθούν σωστές σε μια υγιή και ισχυρή οικονομία, χωρίς αισθητό πληθωρισμό, οπότε τα χρονικά διαστήματα μεταξύ των αποζημιώσεων δεν επηρεάζουν αισθητά τα οικονομικά συμφέροντα του ασφαλισμένου. Αυτή, όμως, η σταθερότητα τιμών που ίσχυε επί σειρά ετών έχει ανατραπεί και σήμερα βρισκόμαστε σε μια ρευστή εποχή, κατά την οποία σημειώνονται ραγδαίες αυξήσεις στα κόστη οικοδομικών υλικών και εργασιών, οπότε ο χρόνος καταβολής αποζημιώσεων είναι καθοριστικός στο οικονομικό αποτέλεσμα. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα, για να κατανοήσουμε καλύτερα το θέμα.

Έστω ότι μια κατοικία 150 τ.μ., ηλικίας 30 ετών, ασφαλισμένη για €200.000 υφίσταται ολική καταστροφή και ο ιδιοκτήτης ασφαλισμένος αποφασίζει να την ανακατασκευάσει. Από την ημερομηνία ζημίας κατ’ αρχάς απαιτείται χρονικό διάστημα τουλάχιστον 6 μηνών μέχρι να ολοκληρωθεί η υποβολή της απαίτησης, η έκδοση της οικοδομικής άδειας και η τελική έκθεση πραγματογνωμοσύνης, η οποία θα εκτιμά τόσο την αποζημίωση σε αξία καινούργιου, όσο και σε πραγματική. Κατόπιν απαιτείται χρονικό διάστημα τουλάχιστον 2 ετών έως ότου ολοκληρωθεί η ανακατασκευή. Συνεπώς, η ασφαλιστική εταιρεία θεωρητικά θα αποζημιώσει 6 μήνες μετά τη ζημία, εφόσον συμφωνεί με το ποσόν της ζημίας των €200.000, σε πραγματική αξία 200.000 μείον 30% παλαιότητα, δηλαδή €140.000, και θα περιμένει άλλα 2 έτη για να αποζημιώσει το πρόσθετο ποσόν των €60.000 μέχρι την αξία καινούργιου. Εάν, τώρα, θεωρήσουμε ότι ο οικοδομικός πληθωρισμός τρέχει τουλάχιστον με 30% κατ’ έτος, τότε το πρόσθετο μη καλυπτόμενο ασφαλιστικά πληθωριστικό κόστος για τον ασφαλισμένο ανέρχεται σε (200.000 Χ 30% Χ 6/12) + (60.000 Χ 30% Χ 2) = €66.000, δηλαδή το 33% της ασφαλισμένης αξίας.

Είναι ευνόητο από το ανωτέρω παράδειγμα ότι ο συνεπής ασφαλισμένος, που είχε ασφαλίσει το σπίτι του στη σωστή αξία κατά την ημερομηνία της ζημίας, μένει με την πικρία της ανεπαρκούς αποζημίωσης και με την ανάγκη να καταβάλει εξ ιδίων το 33% της ζημίας, ενώ η ασφαλιστική εταιρεία ανταποκρίθηκε απολύτως στα προβλεπόμενα από τους όρους του ασφαλιστηρίου, όπως αυτοί έχουν μέχρι σήμερα. Περιττό να τονίσουμε ότι τέτοιες καταστάσεις συμβάλλουν στην περαιτέρω επιδείνωση της ήδη κακής εικόνας της ασφαλιστικής αγοράς στους Έλληνες καταναλωτές, γεγονός που επιβεβαιώνουν οι σχετικές δημοσκοπήσεις, αλλά και το πολύ χαμηλό ποσοστό ασφαλισιμότητας των κατοικιών στην Ελλάδα (περί το 15%).

Το ερώτημα, λοιπόν, που γεννάται είναι τι μπορεί να γίνει για να αντιμετωπισθεί αυτό το πρόβλημα που δημιουργεί ο πρόσφατος οικοδομικός πληθωρισμός, ο οποίος καθ’ όλες τις εκτιμήσεις θα διαρκέσει και πιθανόν να διογκωθεί προσεχώς. Μία λύση θα μπορούσε να είναι με την προσκόμιση της πολεοδομικής αδείας επισκευής ή ανακατασκευής να καταβάλλεται η πλήρης αξία καινούργιου. Σίγουρα θα υπάρχουν και άλλες λύσεις, ώστε να καλυφθεί η πληθωριστική αύξηση που θα προκύψει κατά την αναγκαία περίοδο επισκευής ή ανακατασκευής, χωρίς να διαταραχθεί η φιλοσοφία των πολυασφαλιστηρίων κατοικίας.

Επειδή το πρόβλημα είναι υπαρκτό, πρέπει οι φορείς της ασφαλιστικής αγοράς να μελετήσουν τις συνθήκες και να υιοθετήσουν την καταλληλότερη λύση του, πριν διογκωθούν περαιτέρω οι παρενέργειές του στην αγορά.


Ακολουθήστε την Ασφαλιστική Αγορά στο Google News

Εγγραφείτε στο NewsLetter μας