Άρθρα

Έγκυρη καταγγελία της σύμβασης στην Ασφάλιση Προσώπων

Η συχνή αναφορά στο κρίσιμο ζήτημα της έγκυρης καταγγελίας στην ασφάλιση προσώπων οφείλεται, αφενός, στις εξαιρετικά σημαντικές συνέπειές της για τον ασφαλισμένο, ο οποίος είναι δυνατόν να βρεθεί ανασφάλιστος, ενώ επί πολλά έτη έχει υπάρξει συνεπής στις από την ασφαλιστική σύμβαση υποχρεώσεις του, και, αφετέρου, στην ευρύτατη περιπτωσιολογία των πραγματικών περιστατικών καταγγελιών, η οποία περιπτωσιολογία, κάθε φορά, απαιτεί τη δικαστική κρίση για τη διαπίστωση του κύρους της κάθε καταγγελίας, σύμφωνα πάντα με τα: άρθρο 7, παρ. 7 και 6 παρ. 1 και 2 του Ν. 2496/1997, σε συνδυασμό με το άρθρο 167 ΑΚ και εν τέλει και του άρθρου 33 του Ν. 2496/1997. Επί του ζητήματος αυτού και η κρίση του Αρείου Πάγου σε πρόσφατη απόφασή του, απόσπασμα από την οποία μνημονεύεται κατωτέρω (ΑΠ 342/2022, δημοσίευση ΝΟΜΟΣ):

(…) Περαιτέρω, κατά το αρ. 6 παρ. 1 του ιδίου νόμου, ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται να καταβάλλει τα ασφάλιστρα σε μετρητά, είτε εφάπαξ είτε με τμηματικές καταβολές, ενώ κατά τις διατάξεις της παρ. 2 του αυτού άρθρου, η καθυστέρηση της καταβολής ληξιπρόθεσμης δόσης ασφαλίστρου δίνει το δικαίωμα στον ασφαλιστή να καταγγείλει τη σύμβαση. Η καταγγελία γίνεται με γραπτή δήλωση στον λήπτη της ασφάλισης, στον οποίο γνωστοποιείται ότι η περαιτέρω καθυστέρηση καταβολής του ασφαλίστρου θα επιφέρει, μετά πάροδο ενός μηνός από την κοινοποίηση της δήλωσης, τη λύση της σύμβασης. Από τη δεύτερη παράγραφο της διάταξης αυτής προκύπτει ότι εισάγεται διπλή υποχρέωση στον ασφαλιστή, ήτοι η καταγγελία της σύμβασης πρέπει να γίνει εγγράφως προς τον λήπτη της ασφάλισης, αλλά, για να επέλθουν τα εκ του νόμου αποτελέσματα αυτής, πρέπει στο κείμενο να αναφέρονται οι συνέπειες της καθυστέρησης καταβολής ασφαλίστρου. Για τη λύση, δηλαδή, της ασφαλιστικής σύμβασης, δεν αρκεί, μόνον, η δήλωση του ασφαλιστή περί ακύρωσης ή «ελευθεροποίησης» της σύμβασης, λόγω μη πληρωμής των ασφαλίστρων, η οποία κοινοποιείται στον ασφαλισμένο, αλλά απαιτείται δήλωση περί καταγγελίας με την επισήμανση, ότι η περαιτέρω καθυστέρηση καταβολής ασφαλίστρου θα επιφέρει, μετά παρέλευση ενός μηνός από την κοινοποίηση της δήλωσης, τη λύση της σύμβασης. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 167 ΑΚ, προκύπτει ότι η καταγγελία, για τη λύση της σύμβασης ασφάλισης, είναι μονομερής και ληψιδεής δήλωση της βούλησης του συμβαλλόμενου μέρους. η, δε, δήλωση θεωρείται συντελεσθείσα, όχι, απλώς, από την αποτύπωσή της στον εξωτερικό κόσμο, ούτε από τη γνώση του περιεχομένου της εκ μέρους του παραλήπτη προς τον οποίον απευθύνεται, αλλά από την παραλαβή της. Για να παραγάγει τα αποτελέσματά της, είναι αναγκαία η περιέλευσή της στον νόμιμο παραλήπτη, απαιτείται, δε, να περιέχεται σε έγγραφο και μάλιστα συστημένο ή επί αποδείξει, καθώς ο τρόπος αυτός κοινοποίησης εξασφαλίζει τη δυνατότητα γνώσης εκ μέρους του παραλήπτη, προς τον οποίο και μόνον, παραδίδεται (ΑΠ 510/2009, ΑΠ 1951/2006). Η επιλογή από τον νόμο του τρόπου αυτού επίδοσης οφείλεται στη σημαντική έννομη συνέπεια, που αναφέρεται στη λύση της ασφαλιστικής σύμβασης και την έκτοτε διακοπή της ασφαλιστικής κάλυψης. Κατά συνέπεια, επί συστημένης επιστολής, μέσω ΕΛΤΑ, δεν αρκεί η εγχείριση από τον ταχυδρόμο της γραπτής ειδοποίησης στον παραλήπτη ή η ρίψη του ειδοποιητηρίου ή της επιστολής στο γραμματοκιβώτιο του παραλήπτη, αλλά απαιτείται και η παραλαβή της συστημένης επιστολής, αυτοπροσώπως από τον παραλήπτη, ειδικώς για τις συστημένες επιστολές απαιτείται όχι μόνο παράδοση γραπτής ειδοποίησης, αλλά και η πάροδος εύλογου χρόνου για την παραλαβή της, οπότε εξασφαλίζεται η δυνατότητα γνώσης του περιεχομένου της εκ μέρους του (ΑΠ 1176/2015, ΑΠ 122/2004, ΑΠ 431/2004). Αν δεν γίνει η προσήκουσα γνωστοποίηση, δεν υφίσταται η καταγγελία, τυχόν, δε, αντίθετη συμφωνία, ότι με, μόνον, την υπερημερία του ασφαλισμένου, ως προς την καταβολή των ασφαλίστρων, επέρχεται αυτοδικαίως λύση της σύμβασης, είναι άκυρη κατά τη διάταξη του αρ. 33 παρ. 1 του άνω Ν. 2496/1997, η οποία ορίζει ότι, κάθε δικαιοπραξία, που περιορίζει τα δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος είναι άκυρη, εκτός αν ορίζεται, κάτι άλλο, ειδικά, στον παρόντα νόμο ή αν πρόκειται για ασφάλιση μεταφοράς πραγμάτων, πίστωσης ή εγγύησης, καθώς και θαλάσσια ή αεροπορική ασφάλιση ζημιών (ΟλΑΠ 14/2013, ΑΠ 1276/2014). (…)

Θεόδωρος Κουτσούμπας, Δικηγόρος – Διδάκτωρ Νομικής, [email protected]
Σε συνεργασία με το περιοδικό ΣΥΝήΓΟΡΟΣ


Ακολουθήστε την ασφαλιστική αγορά στο Google News

Εγγραφείτε στο NewsLetter μας