Διεθνή

DBRS Morningstar: Ισχυρή η φερεγγυότητα των Ευρωπαίων ασφαλιστών…

…παρά τις μεγάλες μη πραγματοποιηθείσες ζημίες και τον αυξημένο κίνδυνο ακύρωσης

Οι πιθανότητες οι ευρωπαϊκές ασφαλιστικές εταιρείες να αντιμετωπίσουν προκλήσεις παρόμοιες με εκείνες που οδήγησαν στην πτώχευση της αμερικανικής τράπεζας SVB Financial Group είναι περιορισμένες, σύμφωνα με την DBRS Morningstar. Παρά τη σημαντική μείωση των ιδίων κεφαλαίων, λόγω εγγραφής υψηλών μη πραγματοποιηθεισών ζημιών, η συνολική κεφαλαιοποίηση των ασφαλιστικών εταιρειών στη ζώνη του ευρώ παραμένει ισχυρή. Στο τρέχον λειτουργικό περιβάλλον, η εταιρεία αξιολόγησης θεωρεί ότι η πιθανότητα πρόωρων αναλήψεων και εξαγορών ασφαλιστηρίων συμβολαίων (κίνδυνος ακύρωσης) έχει αυξηθεί, αν και τα αντικίνητρα και οι ποινές που ενσωματώνονται στα συμβόλαια ασφάλισης ζωής μετριάζουν τον κίνδυνο.

«Ακόμη και αν πρόκειται να επωφεληθούν από την αύξηση των επιτοκίων μακροπρόθεσμα, η μεγάλη απομείωση των τίτλων σταθερού εισοδήματος στα επενδυτικά τους χαρτοφυλάκια οδήγησε τις ασφαλιστικές εταιρείες να αναφέρουν σημαντικές μη πραγματοποιηθείσες ζημίες το 2022, οι οποίες μεταφράστηκαν κυρίως σε μείωση των ιδίων κεφαλαίων τους», δήλωσε ο κ. Mario De Cicco, Αντιπρόεδρος, Global Financial Institutions, DBRS Morningstar, προσθέτοντας ότι «αν και γενικά τα επίπεδα των ιδίων κεφαλαίων μειώθηκαν σημαντικά από το 2021 έως το 2022, αυτό μεταφράστηκε μόνο σε μια μικρή μείωση των κεφαλαιακών δεικτών Φερεγγυότητας ΙΙ, οι οποίοι, συνολικά, παρέμειναν σταθεροί για τις ασφαλιστικές εταιρείες στη ζώνη του ευρώ» (βλ. διαγράμματα 1 και 2).

Το στέλεχος της DBRS Morningstar παρατηρεί επίσης ότι, λόγω της φύσης της επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους, οι ασφαλιστικές υποχρεώσεις έχουν συνήθως μεγαλύτερη διάρκεια από τις τραπεζικές και επιτρέπουν την καλύτερη αντιστοίχιση ενεργητικού – παθητικού. Παρ’ όλα αυτά, στο σημερινό περιβάλλον λειτουργίας, οι ασφαλιστικές εταιρείες ζωής ενδέχεται να υπόκεινται στον αυξημένο κίνδυνο πρόωρων εξαγορών και αναλήψεων (ο λεγόμενος κίνδυνος ακύρωσης), αν και ο κίνδυνος αυτός γενικά μετριάζεται από την παρουσία διαφόρων μορφών αντικινήτρων και ποινών που ενσωματώνονται στα ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής.

Μεγάλες μη πραγματοποιηθείσες ζημιές επηρέασαν τα ίδια κεφάλαια

Οι ασφαλιστικές εταιρείες επενδύουν σε μεγάλο βαθμό σε τίτλους σταθερού εισοδήματος, οι οποίοι αποτελούν τον πυρήνα των επενδυτικών τους χαρτοφυλακίων. Όπως αναφέρει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), το β΄ τρίμηνο του 2022 οι ασφαλιστικές εταιρείες στη ζώνη του ευρώ κατείχαν περίπου το 20% του χρέους των κρατών, το 10% του χρέους των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και λίγο πάνω από το 20% του συνολικού χρέους των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων. Επομένως, ενώ από τη μία πλευρά, τα υψηλότερα επιτόκια επηρεάζουν θετικά τις ασφαλιστικές εταιρείες, ενισχύοντας τα έσοδα από επενδύσεις, από την άλλη, το σημαντικό απόθεμα τίτλων σταθερού εισοδήματος στα χαρτοφυλάκια υποτιμάται ραγδαία σε ένα περιβάλλον αυξανόμενων επιτοκίων, οδηγώντας τις ασφαλιστικές εταιρείες σε σημαντικές μη πραγματοποιηθείσες ζημιές.

Η DBRS Morningstar αναγνωρίζει ότι τα πρόσφατα γεγονότα που οδήγησαν στην πώληση της Credit Suisse Group AG [Credit Suisse, BBB (χαμηλό)] στην αντίπαλη ελβετική τράπεζα UBS AG [UBS, AA (χαμηλό)] και η απόφαση να διαγραφούν περίπου $17 δισ. από τα ομόλογα Additional Tier 1 (AT1) της Credit Suisse, στο πλαίσιο της συμφωνίας, οδήγησαν σε πρόσθετη αναταραχή τις παγκόσμιες αγορές ομολόγων. «Θα συνεχίσουμε να παρακολουθούμε τη σύνθεση και το προφίλ κινδύνου των επενδυτικών χαρτοφυλακίων των ευρωπαϊκών ασφαλιστικών εταιρειών, ωστόσο, αντιλαμβανόμαστε ότι η έκθεσή τους στο χρέος AT1 των τραπεζών είναι γενικά χαμηλή», επισημαίνει το στέλεχος της DBRS.

Κατά την άποψή του, οι ασφαλιστικές εταιρείες της ζώνης του ευρώ, ενώ διατηρούν σε μεγάλο βαθμό τα περισσότερα ομόλογα στο χαρτοφυλάκιό τους μέχρι τη λήξη τους, κατατάσσουν συνήθως την πλειονότητα των τίτλων σταθερού εισοδήματος που κατέχουν ως διαθέσιμα προς πώληση (AFS). Τα ομόλογα AFS παρουσιάζονται στον ισολογισμό στην πραγματική αξία τους, ενώ οποιαδήποτε μεταβολή στην αξία των στοιχείων ενεργητικού μεταφέρεται στα λοιπά συνολικά έσοδα και τελικά στα ίδια κεφάλαια.

Η DBRS επισημαίνει ότι τα ίδια κεφάλαια ενός δείγματος δέκα από τις μεγαλύτερες ασφαλιστικές εταιρείες που εδρεύουν στη ζώνη του ευρώ μειώθηκαν κατά μέσο όρο κατά 33% το 2022 έναντι του 2021. Στις περισσότερες περιπτώσεις αυτή η μείωση οφείλεται στις μη πραγματοποιηθείσες ζημιές. Το συνολικό ποσό των μη πραγματοποιηθεισών ζημιών ήταν περίπου €112 δισ. στο τέλος του 2022, ή 40% του συνολικού ποσού των ιδίων κεφαλαίων στο τέλος του 2021 (Διάγραμμα 1).

Παρά τη σημαντική μείωση των ιδίων κεφαλαίων, η συνολική κεφαλαιοποίηση των ασφαλιστικών εταιρειών στη ζώνη του ευρώ παρέμεινε ισχυρή. Όπως διαπιστώθηκε, οι μέσοι δείκτες Φερεγγυότητας ΙΙ του δείγματος παρέμειναν σχεδόν σταθεροί στο 217% το 2022, έναντι 223% στο τέλος του 2021 (Διάγραμμα 2). Το αποτέλεσμα αυτό εξηγείται εν μέρει από το γεγονός ότι ο αντίκτυπος των χαμηλότερων ιδίων κεφαλαίων στους δείκτες Φερεγγυότητας ΙΙ αντισταθμίστηκε από το χαμηλότερο επίπεδο των βέλτιστων εκτιμώμενων υποχρεώσεων, όπως προκύπτει από την επίδραση των αλλαγών στις δομές των όρων επιτοκίου χωρίς κίνδυνο που χρησιμοποιούνται για την προεξόφλησή τους.

Ο κίνδυνος ακύρωσης αυξήθηκε, αλλά δεν απειλεί τις ασφαλιστικές 

Στο τρέχον λειτουργικό περιβάλλον, η DBRS θεωρεί ότι η πιθανότητα πρόωρων αναλήψεων και εξαγορών ασφαλιστηρίων συμβολαίων (κυρίως στον κλάδο ζωής) έχει αυξηθεί. Ο συνεχιζόμενος υψηλός πληθωρισμός καθώς και τα υψηλότερα επιτόκια επηρεάζουν άμεσα το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, ενώ οι υψηλότερες αποδόσεις ενδέχεται να ωθήσουν τους επενδυτές να αποσύρουν τα κεφάλαιά τους και να τα διαθέσουν σε εναλλακτικές μορφές επενδύσεων, που έχουν καταστεί πιο αποδοτικές.

Ωστόσο, δεν υπόκεινται όλες οι ασφαλιστικές υποχρεώσεις στον κίνδυνο ακύρωσης Σε έρευνα που δημοσιεύθηκε το 2019, η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (EIOPA) κατέδειξε ότι, κατά μέσο όρο, περίπου το 34% των συνολικών υποχρεώσεων βέλτιστης εκτίμησης που αναφέρουν οι ασφαλιστικές εταιρείες στην Ευρώπη δεν υπόκεινται σε κίνδυνο ακύρωσης, είτε επειδή δεν υπάρχει δυνατότητα ακύρωσης/εξαγοράς είτε επειδή η αξία εξαγοράς δεν υπερβαίνει ποτέ την αξία των περιουσιακών στοιχείων. Η εικόνα διαφέρει σημαντικά από χώρα σε χώρα, με σημαντικά υψηλά ποσοστά στη Λιθουανία, το Λιχτενστάιν και την Ιρλανδία και πολύ χαμηλά ποσοστά στην Ιταλία και την Πορτογαλία. Ακόμη και όταν υπάρχει δυνατότητα εξαγοράς των ασφαλιστηρίων συμβολαίων αυτή συχνά αποτρέπεται από αντικίνητρα ή πρόστιμα που επιβάλλονται σε περίπτωση πρόωρης εξαγοράς ή ανάληψης. Η έρευνα της EIOPA έδειξε ότι, κατά μέσο όρο, το 52% των υποχρεώσεων βέλτιστης εκτίμησης που είναι εκτεθειμένες σε κίνδυνο ακύρωσης ευνοούνται είτε από κάποιο φορολογικό αντικίνητρο, είτε από κάποια ποινή εξαγοράς, είτε από άλλη μορφή αντικινήτρων.

Η ίδια έρευνα ανέφερε, επίσης, ότι το 50% του συνόλου των υποχρεώσεων βέλτιστης εκτίμησης που υπόκεινται σε κίνδυνο ακύρωσης στην Ιταλία δεν συνοδεύεται από κανενός είδους αντικίνητρο. Κατά συνέπεια, το αυξανόμενο επίπεδο των αναλήψεων και των εξαγορών αποτελεί, κατά τη γνώμη της DBRS, σημαντικό παράγοντα κινδύνου για τις ιταλικές ασφαλιστικές εταιρείες ζωής. Ο κίνδυνος αυτός αυξάνεται περαιτέρω για τις εταιρείες ζωής που παρουσιάζουν ήδη αδυναμίες στο επιχειρηματικό τους μοντέλο ή στην κεφαλαιοποίησή τους. Αυτό συνέβη στην περίπτωση της Eurovita Spa (Eurovita, δεν έχει αξιολογηθεί από την DBRS Morningstar), η οποία τέθηκε υπό προσωρινή διαχείριση από την ιταλική εποπτική αρχή ασφαλίσεων (IVASS), στις 31 Ιανουαρίου 2023, χωρίς να επιτραπούν πρόσθετες αναλήψεις από τους ασφαλισμένους μέχρι το τέλος Μαρτίου 2023. Το επιχειρηματικό μοντέλο της Eurovita ήταν σχεδόν εξ ολοκλήρου επικεντρωμένο σε παραδοσιακά προϊόντα ζωής (κλάδος Ι), τα οποία είναι περισσότερο εκτεθειμένα στον κίνδυνο ακυρώσεων. Επιπλέον, η εταιρεία είχε ήδη αδύναμη κεφαλαιακή θέση, με την IVASS να πιέζει για ανακεφαλαιοποίηση εδώ και αρκετούς μήνες.

Η DBRS αναγνωρίζει ότι συνολικά ο ασφαλιστικός κλάδος στην Ιταλία παραμένει ασφαλής, υποστηριζόμενος από ένα ισχυρό δείκτη Φερεγγυότητας ΙΙ το 2022 (247% κατά μέσο όρο στο τέλος Σεπτεμβρίου 2022). Στην περίπτωση της Eurovita, εκτιμά ότι μία συστημική λύση με τις μεγαλύτερες ασφαλιστικές εταιρείες ή τις τράπεζες που διέθεσαν τα συμβόλαια ζωής της Eurovita να συμμετέχουν στην ανακεφαλαιοποίησή της, θα συμβάλει στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στον κλάδο και στην αποφυγή του κινδύνου μετάδοσης.


Ακολουθήστε την ασφαλιστική αγορά στο Google News

Εγγραφείτε στο NewsLetter μας