Άρθρα

Η τύχη των συμβάσεων σε καθεστώς εκκαθάρισης

Η τύχη των συμβάσεων (εκτός ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου) μετά τη θέση ασφαλιστικής επιχείρησης σε καθεστώς εκκαθάρισης

Του Θεόδωρου Κουτσούμπα, Δικηγόρου – Διδάκτορα Νομικής (e-mail: [email protected])

Σε συνεργασία με το περιοδικό ΣΥΝήΓΟΡΟΣ

Πρακτικό και νομικό ενδιαφέρον εμφανίζει, αναμφίβολα, στον χώρο της αγοράς της ιδιωτικής ασφάλισης, το εξής ζήτημα: ποια είναι η τύχη των υφιστάμενων συμβάσεων της ασφαλιστικής επιχείρησης με τρίτους, κατά τον χρόνο κατά τον οποίο αυτή τίθεται σε καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης, σύμφωνα με το ν.δ. 400/1979 «περί ιδιωτικής επιχειρήσεως ασφαλίσεως», εκτός βεβαίως από τις συμβάσεις εκείνες, οι οποίες ανήκουν, σύμφωνα με τις διατάξεις του ανωτέρω ν.δ., στο ασφαλιστικό της χαρτοφυλάκιο.

Η ομοιότητα και τα χαρακτηριστικά του θεσμού της ασφαλιστικής εκκαθάρισης με αυτό της πτώχευσης, με εξαίρεση τις ειδικές ρυθμίσεις, οι οποίες προβλέπονται για τα ασφαλιστικά χαρτοφυλάκια, είναι δεδομένη. Βασίζεται, δε, αναμφίβολα στην εξασφάλιση της δίκαιης ή, άλλως, σύμμετρης ικανοποίησης των εταιρικών δανειστών, τρίτων, εργαζόμενων κ.λπ., πάντα βεβαίως σε συμμόρφωση με τις διαδικασίες και προϋποθέσεις που εισάγονται από το πλαίσιο της ειδικής εκκαθάρισης του ν.δ. 400/1970, και στο πνεύμα της ειδικής αντιμετώπισης και προστασίας που προβλέπεται για τους ασφαλισμένους και δικαιούχους και τρίτους.

Σχετικά με την τύχη των συμβάσεων αυτών ενδιαφέρον παρουσιάζει η απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης 339/2014, η οποία είναι σύμφωνη με προηγούμενες αποφάσεις.
Στην απόφαση αυτή το Εφετείο έκρινε μεταξύ άλλων (ΜΕφΘεσ. 339/2014, Απόσπασμα από ΕΕμπΔ Τόμος ΞΣΤ, 2015 σελ. 372 επ.):

«… Περαιτέρω, σύμφωνα με το αρ. 1 παρ. 1 του ν.δ. 400/1970 «περί ιδιωτικής επιχειρήσεως ασφαλίσεως», όλες οι ημεδαπές και αλλοδαπές ιδιωτικές επιχειρήσεις που λειτουργούν στην Ελλάδα και έχουν ως αντικείμενο την άσκηση ασφάλισης, διέπονται από τις διατάξεις του παραπάνω ν.δ., υπόκεινται δε στην εποπτεία του Υπουργείου Εμπορίου, που ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις του ιδίου ν.δ. και έχει ως σκοπό την προστασία και εξασφάλιση των συμφερόντων των ασφαλισμένων και των δικαιούχων αποζημίωσης από ασφαλιστική σύμβαση. Κατά το άρ. 3 παρ.1 του ιδίου ν.δ., η λειτουργία ασφαλιστικής εταιρείας στην Ελλάδα προϋποθέτει άδεια, που χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Εμπορίου κατά κλάδο ασφάλισης και μπορεί να ανακληθεί με τις προϋποθέσεις της παρ. 3  του ιδίου άρθρου. Σύμφωνα με την παρ.7 του αυτού αρ. 3, η οποία προστέθηκε με το αρ.1 παρ. 2γ του Ν 2170/1993, με την οριστική ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης ανακαλείται αυτοδικαίως η άδεια σύστασης και επέρχεται η λύση της. Με το αρ. 12 β΄ του ν.δ. 400/1970, που προστέθηκε με το αρ. 5 παρ.2 του άνω ν. 2170/1993, ρυθμίστηκαν θέματα εκκαθάρισης της ασφαλιστικής επιχείρησης, της οποίας ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας, ειδικότερα δε θέματα διορισμού και αρμοδιοτήτων του επόπτη και του εκκαθαριστή της ασφαλιστικής αυτής εκκαθάρισης. Κατά την παρ. 9 του ιδίου άρθρου, ύστερα από αίτηση των μετόχων ή εταίρων που αντιπροσωπεύουν άνω του 50% του κεφαλαίου της ασφαλιστικής επιχείρησης, του εκκαθαριστή ή του επόπτη, ο Υπουργός Εμπορίου μπορεί, εφόσον έχει περατωθεί η εκκαθάριση του ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου, να κηρύξει τη λήξη της ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Η εκκαθάριση δοσοληψιών εκτός ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου συνεχίζεται κατά τις διατάξεις που διέπουν την εκκαθάριση του νομικού προσώπου της επιχείρησης (κοινή εκκαθάριση). Ανεξάρτητα από την υπαγωγή της επιχείρησης στο καθεστώς της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, η περάτωση των εκτός του ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου εκκρεμών υποθέσεων συνεχίζεται κατά τις διατάξεις της κοινής εκκαθάρισης. Εξάλλου, ναι μεν ορίζεται από το αρ. 47 παρ.1 και 3 του ν. 21990/1920 ότι η ανώνυμη εταιρεία λύεται με την κήρυξή της σε κατάσταση πτώχευσης, τούτο όμως δεν συνεπάγεται ούτε την απώλεια της νομικής της προσωπικότητας, η οποία θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ότι διατηρείται σε όλο το στάδιο της πτώχευσης προς τον αποκλειστικό σκοπό της εξακολούθησης της πτωχευτικής διαδικασίας, ούτε τη λύση εκκρεμών αμφοτεροβαρών συμβάσεων (ΑΠ 1649/2003 ΔΕΕ 2004. 659). Συνακόλουθα, η ασφαλιστική εκκαθάριση δεν επιφέρει αυτοδικαίως τη λύση των συμβάσεων, όπως π.χ. της σύμβασης εργασίας των εργαζόμενων στην ασφαλιστική επιχείρηση, ούτε συνιστά γεγονός ανωτέρας βίας που την απαλλάσσει από την υποχρέωση καταβολής των αποδοχών, έως ότου ο επόπτης ή ο εκκαθαριστής της ασφαλιστικής εκκαθάρισης καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας, καθ’ όσον ο θεσμός της ασφαλιστικής εκκαθάρισης προσομοιάζει με τον θεσμό της πτώχευσης, διότι και οι δύο εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό, δηλαδή τη σύμμετρη ικανοποίηση των δανειστών με ανάλογες διαδικασίες (ΑΠ 1909/2008 ΕλλΔ 2010, 700)».

Εγγραφείτε στο NewsLetter μας