Άρθρα

Η δυνατότητα εξυγίανσης μιας μεγάλης ασφαλιστικής εταιρείας

Ακολουθεί μία επιμελημένη εκδοχή των παρατηρήσεων πάνω στο θέμα «Πλαίσια Καταναλωτικής Προστασίας και Εγγυητικά Ταμεία», που συζητήθηκε στο πλαίσιο του 20ού Συνεδρίου της Διεθνούς  Ένωσης Εποπτικών Φορέων Ασφάλισης, στην Ταιπέι, στις 18 Οκτωβρίου 2013.
Οι απόψεις που εκφράζονται αποτελούν αποκλειστικά απόψεις του συντάκτη και δεν αντικατοπτρίζουν απαραίτητα τις απόψεις του NOLHGA ή των μελών του.

Του Peter G. Gallanis*

Όταν ήμουν φοιτητής στο πανεπιστήμιο, είχα την καλή τύχη να συναντήσω και να συνομιλήσω με τον οικονομολόγο Μίλτον Φρήντμαν, από τα παλαιότερα μέλη του διδακτικού προσωπικού.
Μία διάσημη πρακτική διδασκαλίας που εφάρμοζε στην αίθουσα ήταν να απαντά σε παρατήρηση φοιτητή σχετικά με κάποια πρακτική που παρουσιάζεται στον πραγματικό κόσμο, λέγοντας: «Όλα αυτά είναι πολύ ωραία στην πράξη, δουλεύουν όμως στη θεωρία;».

Όπως και το Μαντείο των Δελφών στην Αρχαία Ελλάδα, ο καθηγητής Φρήντμαν έκανε μερικές φορές αινιγματικές δηλώσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να παρερμηνευτούν, και η ερώτηση αυτή ήταν μία τέτοια περίπτωση.

Οι φοιτητές την ερμήνευσαν με έναν από τους εξής δύο τρόπους:
Ορισμένοι φοιτητές τη θεώρησαν ως ισχυρισμό, ότι η μελέτη των οικονομικών –και ίσως ακόμα και η ανάπτυξη οικονομικών πολιτικών– έχει να κάνει περισσότερο με την αμιγή θεωρία και λιγότερο με τα εμπειρικά διδάγματα που δίνουν οι συναλλαγές και εμπειρίες στον πραγματικό κόσμο.
Αυτοί παρανόησαν τον Φρήντμαν. Αυτό που εννοούσε ήταν ότι δεν μπορείς να αναλύσεις σωστά τα εμπειρικά δεδομένα –και σίγουρα δεν μπορείς να προβλέψεις τη μελλοντική απόδοση ή να αναπτύξεις κανονιστικά οικονομικά πρότυπα– χωρίς να υπάρχει μία σωστά λειτουργούσα οργανωτική υπόθεση. Αυτή η υπόθεση πρέπει να εξηγεί τα διαθέσιμα εμπειρικά δεδομένα, ενώ σίγουρα αυτά δεν πρέπει να την αντικρούουν.

Βλέποντας κάποιες σημαντικές πρόσφατες διαβουλεύσεις για την ασφαλιστική ρυθμιστική πολιτική, αναρωτιέμαι με ποιον τρόπο διάφοροι φορείς χάραξης πολιτικής θα ερμήνευαν τη δήλωση του καθηγητή Φρήντμαν –«Όλα αυτά είναι πολύ ωραία στην πράξη, δουλεύουν όμως στη θεωρία;».
Θα τη θεωρούσαν ως ισχυρισμό ότι η αμιγής θεωρία, αποσυνδεδεμένη από την πραγματικότητα, είναι ο βασικός παράγων πίσω από τη λήψη αποφάσεων ή θα θεωρούσαν ότι σημαίνει ότι οι θεωρίες μας θα πρέπει να πηγάζουν από αποδείξεις που να συνάδουν προς τον πραγματικό κόσμο;

Ένα σημαντικό ζήτημα με το οποίο βρίσκονται τώρα αντιμέτωποι οι φορείς χάραξης ασφαλιστικής ρυθμιστικής πολιτικής είναι η δυνατότητα εξυγίανσης μεγάλων ασφαλιστικών ομίλων υπό τους ισχύοντες νόμους και διαδικασίες. Η σκέψη είναι ότι, αν για τους ομίλους αυτούς ΔΕΝ υπάρχει δυνατότητα εξυγίανσης σύμφωνα με τους ισχύοντες νόμους και τις διαδικασίες, τότε θα πρέπει να υπόκεινται σε σημαντικά διαφορετικά ρυθμιστικά μέτρα και διαδικασίες.

Και πράγματι, οι φορείς χάραξης πολιτικής –διεθνώς αλλά και σε μερικές βασικές δικαιοδοσίες– φαίνεται ότι καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι μεγάλοι ασφαλιστικοί όμιλοι (οι περισσότεροι από τους οποίους διαθέτουν παραδοσιακά ασφαλιστικά προϊόντα) δεν θα είχαν δυνατότητα εξυγίανσης υπό τα ισχύοντα συστήματα.  

Τι βλέπουμε στα διάφορα επεξηγηματικά έγγραφα σχετικά με το μέχρι σήμερα σκεπτικό των φορέων χάραξης πολιτικής για το καίριο αυτό ζήτημα; Αυτό που διαβάζω και διακρίνω είναι συμπεράσματα που βασίζονται σχεδόν εξ ολοκλήρου σε θεωρίες, που από μόνες τους στηρίζονται σε εικασίες, πιθανολογήσεις και υποθέσεις για το τι θα γινόταν σε περίπτωση κατάρρευσης ενός μεγάλου ασφαλιστικού φορέα.

Οι θεωρίες αυτές, ορισμένες φορές, διατυπώνονται κομψά και διακρίνονται, ως επί το πλείστον, από μία εσωτερική συνέπεια. Αυτό όμως που ΔΕΝ βλέπω είναι καμία πειστική προσπάθεια να συνδεθούν οι θεωρίες και οι επακόλουθες υποθέσεις με σχετική εμπειρία από τον πραγματικό κόσμο.

Μία πολύ σωστή ρυθμιστική πρωτοβουλία από την αρχή της οικονομικής κρίσης είναι η απαίτηση που έχει υπάρξει για μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να διεξάγουν stress test, δηλαδή ασκήσεις μοντελοποίησης επί χάρτου, που αναλύουν προβλεπόμενες εκβάσεις σε υποθετικά δυσμενή οικονομικά σενάρια.

Μπορεί κανείς να μάθει πολλά από τέτοιες ασκήσεις, παρόλο που αποτελούν μονάχα μοντέλα και, συνεπώς, είναι τόσο καλά όσο οι υποθέσεις που χρησιμοποιούνται.

Αυτό, όμως, που δεν γίνεται ευρέως αντιληπτό είναι ότι μόλις περάσαμε μια οικονομική κρίση –τη χειρότερη εδώ και πολλές γενεές–, η οποία, μεταξύ άλλων, ήταν το πιο διαφωτιστικό και δοκιμαστικό stress test με “πραγματικά πυρά” που θα περιμέναμε ποτέ να δούμε στη ζωή μας.
Αυτό το stress test στον πραγματικό κόσμο μάς έδειξε πάρα πολλά αναφορικά με τα ρυθμιστικά καθεστώτα και τα καθεστώτα εξυγίανσης που ίσχυαν στην αρχή της κρίσης.

Την τετραετία από τις αρχές του 2008 μέχρι τα τέλη του 2011 στις ΗΠΑ, είδαμε την κατάρρευση περισσότερων από 400 τραπεζών και αποταμιευτικών οργανισμών. Οι μεγαλύτερες επενδυτικές τράπεζες κατέρρευσαν, εξαγοράστηκαν ή ανασυγκροτήθηκαν σε τραπεζικές εταιρείες συμμετοχών. Οι Fannie Mae και Freddie Mac τέθηκαν υπό εκκαθάριση. Δύο από τις τρεις μεγαλύτερες αυτοκινητοβιομηχανίες πτώχευσαν και χιλιάδες συνταξιοδοτικά ταμεία, κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου και εταιρείες του χρηματοοικονομικού τομέα κατέρρευσαν. Και τι έγινε με τον παραδοσιακό ασφαλιστικό κλάδο; (αναφέρομαι κυρίως στην αγορά ασφάλισης Ζωής των ΗΠΑ, όμως τα αποτελέσματα ήταν κατά πολύ παρεμφερή στις γενικές ασφαλίσεις στις ΗΠΑ, αλλά και στις γενικές και τις ασφαλίσεις Ζωής σε άλλες χώρες).

Την ίδια περίοδο (αρχές 2008 μέχρι τέλος 2011) στις ΗΠΑ, κατέρρευσαν περίπου έξι εταιρείες ασφάλισης ζωής και ετήσιας προσόδου. Όλες ήταν πολύ μικρές εταιρείες, αν κρίνουμε από τη σημερινή σχετική ρυθμιστική συζήτηση. Πολύ λίγοι από τους διακεκριμένους ασφαλιστικούς εμπειρογνώμονες που έχουμε σήμερα στο ακροατήριο θα τις έχετε ακούσει. Το συνολικό ποσό των ονομαστικών υποχρεώσεών τους προς ασφαλισμένους ανήλθε σε 950 εκατομμύρια δολάρια –εκατομμύρια, όχι δισεκατομμύρια. Συγκρίνετε τώρα αυτό με μόνο τη Lehman Brothers, η οποία, μόλις κήρυξε πτώχευση, χρωστούσε στους πιστωτές της πάνω από εξακόσια δισεκατομμύρια δολάρια. Και από αυτά τα χρωστούμενα 950 εκατομμύρια, οι πελάτες έλαβαν σχεδόν το σύνολο του υποσχεθέντος ποσού, μείον λίγα εκατομμύρια.

Για να το θέσουμε διαφορετικά, σε ολόκληρη αυτή την κρίση, που προσομοίαζε τη Μεγάλη  Ύφεση των αρχών του 1930 σε σοβαρότητα, οι καταρρεύσεις παραδοσιακών ασφαλιστικών εταιρειών δεν συνέβαλαν στην κρίση (και φυσικά ούτε την προκάλεσαν), ενώ οι παραδοσιακές ασφαλιστικές εταιρείες δεν επηρεάστηκαν σημαντικά από αυτή.  

Αυτό το πραγματικό stress test δεν αποκάλυψε καμία σημαντική αιτιώδη συνάφεια ανάμεσα στις παραδοσιακές ασφαλιστικές επιχειρήσεις και τη χρηματοοικονομική οικονομία. Αν προέκυψαν συστημικά προβλήματα στη χρηματοοικονομική οικονομία κατά την πρόσφατη κρίση, οι εταιρείες παραδοσιακών ασφαλιστικών προϊόντων δεν ήταν αυτές που τα προκάλεσαν. Μάλιστα, μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι ο ασφαλιστικός κλάδος ήταν μια άγκυρα που δεν επέτρεψε την επιδείνωση της κρίσης.

Δεν έτρεξαν όλοι να ρευστοποιήσουν στις μεγάλες ασφαλιστικές εταιρείες. Δεν υπήρξε μετάδοση μεταξύ των μεγάλων ασφαλιστικών εταιρειών. Δεν υπήρξαν πυροσβεστικές πωλήσεις στοιχείων ενεργητικού. Οι ασφαλιστικές εταιρείες διατήρησαν την πορεία τους, αθόρυβα, όπως ακριβώς έκαναν και οι καταναλωτές ασφαλιστικών προϊόντων, σε αυτή τη δύσκολη περίοδο, όπως και πριν από αυτή, ακόμα και κατά τη Μεγάλη  Ύφεση, όπως έγραψε πρόσφατα ο φίλος μου Terry Vaughan για την The Geneva Association.

Θέλω να κάνω τις παρακάτω παρατηρήσεις για τον λόγο που θεωρώ ότι δεν είναι τυχαίο το ότι ο παραδοσιακός ασφαλιστικός κλάδος είχε την καλή απόδοση που είχε στη διάρκεια της κρίσης.
Επανερχόμενος στην πρόκληση του Καθηγητή Φρήντμαν –«Όλα αυτά είναι πολύ ωραία στην πράξη, δουλεύουν όμως στη θεωρία;»–, οι σκέψεις αυτές αποτελούν μία εναλλακτική υπόθεση, που όχι μόνο εξηγεί τις διαθέσιμες εμπειρικές αποδείξεις, αλλά που συμφωνεί περισσότερο με τις αποδείξεις αυτές σε σχέση με άλλες θεωρίες που ακούστηκαν πρόσφατα.

Η παρεχόμενη εδώ υπόθεση έχει να κάνει με το επίκεντρο της σημερινής συζήτησης: το πλαίσιο προστασίας των καταναλωτών ασφαλιστικών προϊόντων.
Η άποψη είναι η εξής: ότι τα ορθά ανεπτυγμένα προγράμματα προστασίας των ασφαλισμένων –όπως αυτά που ισχύουν στις ΗΠΑ–, τα οποία προσφέρουν συστήματα ευρείας και αποτελεσματικής προστασίας των καταναλωτών από την κατάρρευση μιας ασφαλιστικής εταιρείας, όχι μόνο προστατεύουν τους καταναλωτές και προάγουν την χρηματοοικονομική σταθερότητα, αλλά αναμένεται από αυτά να ενεργούν κατά τον τρόπο αυτόν κάτω από οποιοδήποτε εύλογα προβλέψιμο σενάριο πραγματικής έντασης.  

Τα προγράμματα προστασίας ασφαλισμένων θα πρέπει να πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις, για να λειτουργούν ορθά. Σε αυτές περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η σαφής περιγραφή του ποιος και τι καλύπτεται, καθώς και το εύρος της κάλυψης, αξιόπιστες πηγές χρηματοδότησης, θεσμικά εργαλεία για την ανάπτυξη ενός σχεδίου εξυγίανσης σε περίπτωση κατάρρευσης μιας εταιρείας, συγκεκριμένες διαδικασίες για την ανάπτυξη και την υλοποίηση ενός σχεδίου και οι απαραίτητοι ανθρώπινοι πόροι για τη δουλειά.

Κατά μία έννοια, ένα πρόγραμμα προστασίας ασφαλισμένων μπορεί να αξιολογείται στη βάση τού πόσο καλά πληροί αυτές τις απαραίτητες προϋποθέσεις. Πιστεύω ότι το σύστημα εγγυήσεων των ΗΠΑ τις πληροί όλες. Όλες οι σχετικές λεπτομέρειες για το σύστημα εγγυήσεων ασφάλισης ζωής και υγείας διατίθενται στον ιστότοπο www.nolhga.com.

Πέραν όμως από αυτές τις απαραίτητες προϋποθέσεις, θεωρώ επίσης ότι ένα σύστημα προστασίας των ασφαλισμένων μπορεί να θεωρηθεί ουσιαστικό και με νόημα μόνο μέσα στο πλαίσιο του ευρύτερου συστήματος προστασίας των καταναλωτών ασφαλιστικών προϊόντων στην αντίστοιχη δικαιοδοσία.

Οι καταναλωτές των ΗΠΑ απολαμβάνουν εδώ και πολλά χρόνια καλής προστασίας, όχι μόνο επειδή εμείς αναπτύξαμε –μέσα από πολλές δοκιμές, αποτυχίες και προκλήσεις– ένα αποτελεσματικό πρόγραμμα προστασίας ασφαλισμένων, αλλά επειδή αρκετά αλληλεπιδρώντα μέρη ενός συμπλέγματος στοιχείων προστασίας καταναλωτών συνδυάζονται καλά, για να εξυπηρετούν τα συμφέροντα των καταναλωτών ασφαλιστικών προϊόντων.

Εν συντομία, τα στοιχεία αυτά είναι τα εξής:

  • Πρώτον, υπάρχει ένα σύνολο καθιερωμένων και γενικά τηρούμενων επιχειρηματικών κανόνων που διέπουν τις ασφαλιστικές εργασίες, οι οποίοι καθιστούν την κατάρρευση μιας ασφαλιστικής εταιρείας ένα μάλλον απίθανο ενδεχόμενο, ακόμα και σε περιόδους οικονομικής έντασης. Οι ασφαλιστικές εταιρείες στις ΗΠΑ δεν “αιθεροβατούν” –αντιθέτως, όπως συνηθίζεται στον κλάδο και όπως αναμένουν οι ασφαλισμένοι, είναι ένας χρηματοοικονομικά συντηρητικός κλάδος που παίρνει πολύ σοβαρά τη μακροπρόθεσμη φύση των δεσμεύσεών του απέναντι στους καταναλωτές και την ανάγκη ανάληψης κινδύνου, τιμολόγησης, διαχείρισης και πραγματοποίησης επενδύσεων κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι δυνατή η επίτευξη των αποδόσεων που υπόσχονται οι εταιρείες.
  • Δεύτερον, υπάρχει πολύ ισχυρό χρηματοοικονομικό ρυθμιστικό καθεστώς, το οποίο βελτιώνεται με τα χρόνια, και που, σε γενικές γραμμές, είναι πολύ αποτελεσματικό στην απαίτηση διατήρησης κατάλληλα υψηλών επιπέδων κεφαλαίων και στον εντοπισμό και την αντιμετώπιση προβλημάτων φερεγγυότητας αρκετά έγκαιρα, ώστε να είναι δυνατή η ανάπτυξη ρυθμιστικών παρεμβάσεων και σχεδίων εξυγίανσης, που ελαχιστοποιούν και συνήθως εξαλείφουν τις απώλειες για τους ασφαλισμένους.
  • Τρίτον, έχουμε ένα καλά σχεδιασμένο και γενικά αποτελεσματικό πλαίσιο διαχείρισης της εξυγίανσης των λίγων εταιρειών που καταρρέουν –ένα πλαίσιο διαχείρισης περιουσίας πτωχεύσαντος που στην ουσία δίνει προτεραιότητα στην προστασία των καταναλωτών, απαιτώντας τη διάθεση στοιχείων ενεργητικού μιας εταιρείας που έχει καταρρεύσει προς ικανοποίηση των συμβάσεων των ασφαλισμένων, πριν χρησιμοποιηθούν για οποιονδήποτε άλλο σκοπό.
  • Τέλος, στις σπάνιες αυτές περιπτώσεις που μία εταιρεία καταρρέει και το ενεργητικό της δεν επαρκεί για την ικανοποίηση των συμβατικών της υποχρεώσεων, το σύστημα εγγυήσεων προβλέπει, εδώ και τέσσερις δεκαετίες, και όπως έχει πράξει σε ορισμένες περιπτώσεις (μικρών και μεγάλων εταιρειών) την ύπαρξη ενός κατώτατου επιπέδου ανάκτησης για τους καταναλωτές, το οποίο συνήθως αυξάνεται –πάνω από το κατώτατο όριο– μέσα από σημαντικές ανακτήσεις από τη διάθεση των στοιχείων ενεργητικού της ασφαλιστικής εταιρείας που έχει καταρρεύσει.

Το αδιαμφισβήτητο μάθημα της οικονομικής κρίσης αναφορικά με τις παραδοσιακές ασφαλιστικές αγορές των ΗΠΑ, είναι ότι οι καταναλωτές έτυχαν πολύ καλής εξυπηρέτησης από την αλληλεπίδραση των τεσσάρων αυτών στοιχείων: συντηρητικός κλάδος, ισχυρό ρυθμιστικό καθεστώς, αποτελεσματικές διαδικασίες διαχείρισης περιουσίας πτωχεύσαντος και ικανό, καλά σχεδιασμένο σύστημα εγγυήσεων, που αποτελεί “δίχτυ ασφαλείας”.

Κατά την ταπεινή μου πρόβλεψη, οι καταναλωτές μπορούν να αναμένουν αντίστοιχου επιπέδου προστασία κάτω από οποιεσδήποτε εύλογα προβλέψιμες μελλοντικές περιστάσεις.

*Ο κ. Peter G. Gallanis είναι Πρόεδρος του National Organization of Life and Health Insurance Guaranty Associations (NOLHGA US).

Εγγραφείτε στο NewsLetter μας