Άρθρα

Τι κομίζει το νέο κεφαλαιοποιητικό σύστημα επικουρικής ασφάλισης;

Από την 1η Ιανουαρίου του 2022, η εισαγωγή κεφαλαιοποιητικού συστήματος εισφορών στην επικουρική ασφάλιση είναι πλέον γεγονός, όπως ορίζει ο νόμος 4826/2021. Η Τράπεζα της Ελλάδος στην Ενδιάμεση Έκθεσή της για τη Νομισματική Πολιτική αφιερώνει “χώρο” στο νέο σύστημα (βλ. πλαίσιο V1, στην ενότητα Θεσμικό πλαίσιο και δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις, στο Κεφάλαιο V – Δημοσιονομικές Εξελίξεις και Προοπτικές), παρουσιάζοντας τους βασικούς άξονες του νέου συστήματος και εξετάζοντας τα οφέλη που θα έχει για την οικονομία και τους ασφαλισμένους, αλλά και το κόστος της μετάβασης. Παραθέτουμε ακολούθως το σχετικό, εξαιρετικά ενδιαφέρον, απόσπασμα:

Οι δυσμενείς δημογραφικές προοπτικές που καταγράφονται στον ανεπτυγμένο κόσμο τα τελευταία έτη έχουν οδηγήσει αρκετές χώρες στο να μεταρρυθμίσουν τα συνταξιοδοτικά τους συστήματα, προκειμένου να διασφαλίσουν αφενός τη βιωσιμότητά τους και αφετέρου την επάρκεια των συντάξεων για ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης. Πιο συγκεκριμένα, παρατηρείται μερική μετάβαση από συστήματα διανεμητικού χαρακτήρα σε συνταξιοδοτικά προγράμματα κεφαλαιοποιητικού τύπου, τα οποία δεν εκτίθενται στον δημογραφικό κίνδυνο, ενώ παράλληλα καταγράφουν ιστορικά θετικές –κατά μέσο όρο– μακροχρόνιες αποδόσεις1. Στη βάση της διεθνούς εμπειρίας2 κινείται η πρόσφατη ασφαλιστική μεταρρύθμιση (ν. 4826/2021), τους βασικούς άξονες της οποίας παρουσιάζει το παρόν πλαίσιο.

Βασικές αρχές λειτουργίας του κεφαλαιοποιητικού συστήματος του ν. 4826/2021

Στην Ελλάδα με τον ν. 4826/2021 εισάγονται στοιχεία κεφαλαιοποιητικού συστήματος καθορισμένων εισφορών στην επικουρική ασφάλιση των νέων ασφαλισμένων, υποχρεωτικά για τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας από το 2022 και εθελοντικά για εργαζομένους και αυτοαπασχολούμενους έως 35 ετών από το 20233.

Στο κεφαλαιοποιητικό αυτό σύστημα, οι εισφορές των ασφαλισμένων θα χρηματοδοτούν αποκλειστικά τις μελλοντικές παροχές προς αυτούς, δηλαδή τις επικουρικές συντάξεις τους, σε αντίθεση με το επί δεκαετίες ισχύον διανεμητικού χαρακτήρα σύστημα, όπου οι εισφορές που καταβάλλουν οι ασφαλισμένοι κατ’ έτος χρηματοδοτούν τις επικουρικές συντάξεις που χορηγούνται στους υφιστάμενους συνταξιούχους.

Κύριο χαρακτηριστικό του νέου συστήματος είναι ότι δημιουργούνται ατομικοί λογαριασμοί (“ατομικοί κουμπαράδες”), στους οποίους αποταμιεύονται και επενδύονται οι εισφορές των ασφαλισμένων, δημιουργώντας το αποθεματικό που θα χρηματοδοτήσει τις μελλοντικές επικουρικές συντάξεις τους. Σημειώνεται ότι το ύψος των εισφορών για το νέο επικουρικό σύστημα παραμένει ως έχει, δηλαδή 6,5% επί των ακαθάριστων αποδοχών των μισθωτών μέχρι τα μέσα του 2022 (και 6% εφεξής) και βάσει ασφαλιστικής κλάσης για τους αυτοαπασχολούμενους.

Για τη λειτουργία του νέου συστήματος προβλέπεται η δημιουργία ενός νέου δημόσιου ταμείου, του Ταμείου Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης (ΤΕΚΑ)4. Με την υπαγωγή τους στο ΤΕΚΑ, οι ασφαλισμένοι κατατάσσονται αυτόματα σε ένα προκαθορισμένο επενδυτικό πρόγραμμα μεσαίου επενδυτικού κινδύνου, ενώ θα έχουν το δικαίωμα να επιλέξουν, με βάση το επενδυτικό τους προφίλ, και από άλλα επενδυτικά προγράμματα που θα προσφέρονται από το ΤΕΚΑ με διαφοροποιημένο επενδυτικό κίνδυνο5. Ανάλογη πρακτική διαμόρφωσης επενδυτικών χαρτοφυλακίων ακολουθείται σε όλες τις χώρες που εφαρμόζουν παρόμοια δημόσια κεφαλαιοποιητικά συστήματα ασφάλισης. Ωστόσο, όσον αφορά τις δυνητικές επενδυτικές επιλογές για ένα συνταξιοδοτικό ταμείο, παρατηρείται σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ των χωρών ως προς τη σύνθεση των επενδυτικών επιλογών.

Για παράδειγμα, σε ορισμένες χώρες οι επενδύσεις σε μετοχικούς τίτλους (είτε απευθείας είτε μέσω σχημάτων συλλογικών επενδύσεων) ξεπερνούν κατά πολύ το 50% του συνολικού επενδυτικού χαρτοφυλακίου, ενώ σε άλλες το ποσοστό αυτό μπορεί να είναι ακόμη και μονοψήφιο. Επίσης, παρατηρούνται και τοποθετήσεις σε εναλλακτικές επενδυτικές κατηγορίες, π.χ. ακίνητα, συμμετοχές σε εταιρείες μη εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά, νομίσματα κ.λπ.6 Σημαντικά διαφοροποιείται μεταξύ των χωρών και η γεωγραφική κατανομή των επενδύσεων: κατά μέσο όρο οι τοποθετήσεις των ασφαλιστικών ταμείων σε επενδυτικούς τίτλους των εγχώριων αγορών τους ανέρχεται σε περίπου 65%, εμφανίζοντας ωστόσο μείωση τα τελευταία δέκα χρόνια, ενώ το ποσοστό αυτό είναι σημαντικά χαμηλότερο σε χώρες που χαρακτηρίζονται από ρηχή αγορά κεφαλαίων. Ειδικότερα όσον αφορά το ΤΕΚΑ, η επενδυτική του στρατηγική προβλέπεται να είναι συνετή, με αποφυγή ανάληψης υπέρμετρων κινδύνων και με επένδυση των περιουσιακών του στοιχείων κυρίως στην εγχώρια αγορά κεφαλαίων, γεγονός που θα συμβάλει στην ανάπτυξή της και στη χρηματοδότηση παραγωγικών επενδύσεων, μεγιστοποιώντας τα μακροοικονομικά οφέλη για το σύνολο της οικονομίας7. Η επένδυση των περιουσιακών στοιχείων θα γίνεται πρωτίστως σε ρυθμιζόμενες (οργανωμένες) αγορές, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου κατόπιν γνώμης της Επενδυτικής Επιτροπής και της Μονάδας Διαχείρισης Κινδύνων του Ταμείου8.

Η επικουρική σύνταξη θα υπολογίζεται με βάση τις ισχύουσες τεχνικές παραμέτρους και το υπόλοιπο του ατομικού λογαριασμού κάθε ασφαλισμένου κατά τη συνταξιοδότηση, όπως αυτό προκύπτει από το άθροισμα των καταβληθεισών εισφορών και των αποδόσεων από την επένδυσή τους, αφαιρουμένων κρατήσεων έως 1% που γίνονται προκειμένου να σχηματιστεί το αποθεματικό λειτουργίας του ΤΕΚΑ. Επιπρόσθετα όμως, το κράτος εγγυάται την καταβολή ελάχιστης επικουρικής σύνταξης ίσης με εκείνη που αντιστοιχεί στην πραγματική (αποπληθωρισμένη) αξία των καταβληθεισών εισφορών. Αυτό σημαίνει ότι, ανεξάρτητα από τις αποδόσεις των επενδύσεων, κανένας ασφαλισμένος δεν θα λάβει επικουρική σύνταξη χαμηλότερη από αυτή που θα αντιστοιχεί στις εισφορές που θα έχει καταβάλει, πλέον του πληθωρισμού9. Το χαρακτηριστικό αυτό διαφοροποιεί σε σημαντικό βαθμό τη λειτουργία του ελληνικού κεφαλαιοποιητικού συστήματος, καθώς εξαλείφει το βασικό μειονέκτημα των κεφαλαιοποιητικών συστημάτων διεθνώς, δηλαδή την ενδεχόμενη αρνητική επίδραση από τις αποδόσεις του επενδυτικού χαρτοφυλακίου. Αξίζει να αναφερθεί ωστόσο ότι, σύμφωνα με μακροχρόνια δεδομένα ιστορικών αποδόσεων των βασικών επενδυτικών επιλογών των ασφαλιστικών ταμείων διεθνώς, αλλά και τις ιστορικές πραγματικές αποδόσεις ενός μεγάλου δείγματος ασφαλιστικών ταμείων σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα, οι πραγματικές μέσες ετήσιες αποδόσεις είναι θετικές κατά μέσο όρο. Ενδεικτικά, σε περίοδο 121 ετών (1900-2020) οι πραγματικές μέσες ετήσιες αποδόσεις μετοχών και ομολόγων ανήλθαν σε 6,6% και 2,1% αντίστοιχα στις ΗΠΑ και σε 5,4% και 2% αντίστοιχα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Γενικότερα, με βάση ένα δείγμα 21 χωρών με διαθέσιμα μακροχρόνια στοιχεία αποδόσεων, οι πραγματικές μέσες ετήσιες αποδόσεις μετοχικών τίτλων κυμάνθηκαν στο παρελθόν κατά μέσο όρο μεταξύ 3% και 6% ανάλογα με τη χώρα, με τις αποδόσεις των μετοχών κατά μέσο όρο να υπερβαίνουν μακροπρόθεσμα τις αποδόσεις των ομολογιακών τίτλων κατά περίπου 3 ποσοστιαίες μονάδες10.

Επίσης, για την περίοδο 2004-2019, η μέση πραγματική ετήσια απόδοση των ασφαλιστικών ταμείων των χωρών που καταγράφονται σε σχετική έκθεση του ΟΟΣΑ ανήλθε σε περίπου 3%11.

Τι κομίζει το νέο κεφαλαιοποιητικό σύστημα επικουρικής ασφάλισης;

Εκτιμώμενα οφέλη

Η εφαρμογή του νέου κεφαλαιοποιητικού συστήματος εκτιμάται ότι θα έχει πολλαπλά οφέλη για τους ασφαλισμένους και την οικονομία γενικότερα. Πρώτον, με δεδομένη την εκτιμώμενη επιδείνωση των δημογραφικών δεδομένων (ειδικότερα της αναλογίας ασφαλισμένων-συνταξιούχων), η “ρήτρα μηδενικού ελλείμματος” συνεπάγεται μελλοντικά χαμηλότερες συντάξεις για τους ασφαλισμένους12. Υπό αυτό το πρίσμα, η ασφαλιστική μεταρρύθμιση αποσκοπεί στο να ενισχύσει το εισόδημα από συντάξεις των ασφαλισμένων, αλλά παράλληλα και τη βιωσιμότητα και ευστάθεια του ασφαλιστικού συστήματος, εισάγοντας ποικιλομορφία στους επιμέρους πυλώνες κοινωνικής ασφάλισης, γεγονός που οδηγεί σε διαφοροποίηση του ασφαλιστικού κινδύνου και μείωση του συνολικού κινδύνου στον οποίο υπόκειται το συνταξιοδοτικό σύστημα13. Δεύτερον, εκτιμάται ότι η μεταρρύθμιση θα βοηθήσει στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των νέων ασφαλισμένων προς το ασφαλιστικό σύστημα και θα καλλιεργήσει κουλτούρα ιδιωτικής αποταμίευσης, η οποία αναμένεται να έχει σημαντικά οφέλη όχι μόνο για τους ασφαλισμένους, αλλά και για την εθνική οικονομία γενικότερα. Μέσα από το νέο κεφαλαιοποιητικό σύστημα επικουρικής ασφάλισης θα δημιουργηθούν αποθεματικά, τα οποία μέσω της επένδυσής τους θα συμβάλουν στην ενίσχυση του σχηματισμού πάγιου κεφαλαίου, με αποτέλεσμα νέες θέσεις απασχόλησης και αυξημένα κρατικά έσοδα. Τρίτον, με την τήρηση ατομικών αποταμιευτικών λογαριασμών με πλήρη διαφάνεια, οι εισφορές των νέων ασφαλισμένων θα χρηματοδοτούν τις μελλοντικές παροχές τους, περιορίζοντας με αυτόν τον τρόπο τα κίνητρα για εισφοροδιαφυγή.

Δημοσιονομικό κόστος και μακροοικονομική επίδραση της μεταρρύθμισης

Η εισαγωγή κεφαλαιοποιητικού συστήματος στην επικουρική ασφάλιση δεν θα επηρεάσει τις συντάξεις και τα ασφαλιστικά δικαιώματα των ασφαλισμένων και συνταξιούχων που συνεχίζουν να υπάγονται στο υπάρχον διανεμητικό σύστημα νοητής κεφαλαιοποίησης. Καθώς όμως θα μειώνονται σταδιακά τα έσοδα από εισφορές στο υφιστάμενο διανεμητικό σύστημα, τίθεται ζήτημα ετήσιας χρηματοδότησής του, αφού δημιουργείται αναπόφευκτα ένα κόστος μετάβασης. Σύμφωνα με την αναλογιστική μελέτη14, που εκπονήθηκε βάσει των μακροοικονομικών και δημογραφικών παραδοχών του Αgeing Working Group της European Policy Committee με έτος βάσης το 2019, η παρούσα αξία του κόστους μετάβασης για την περίοδο προβολών (2022-70) εκτιμάται σε 56 δισ. ευρώ (ακαθάριστο κόστος)15. Το καθαρό κόστος μετάβασης, όμως, εκτιμάται ότι θα είναι σημαντικά μικρότερο, αν ληφθούν υπόψη τα δημοσιονομικά έσοδα που θα προκύψουν ως “μέρισμα” της ανάπτυξης που εκτιμάται ότι θα επιφέρει η μεταρρύθμιση. Με βάση συντηρητικές εκτιμήσεις, η πραγματική επιβάρυνση του προϋπολογισμού για την περίοδο αναφοράς εκτιμάται σε 6 δισ. ευρώ σωρευτικά έως το 2070 (ή 120 εκατ. ευρώ ετησίως κατά μέσο όρο).

Όσον αφορά τη μακροοικονομική επίδραση της μεταρρύθμισης, η σχετική συνοδευτική μελέτη16 εκτιμά ότι το νέο σύστημα επικουρικής ασφάλισης θα οδηγήσει σε αύξηση της ιδιωτικής αποταμίευσης και των επενδύσεων, με θετικές συνέπειες στην εγχώρια ζήτηση, στο ΑΕΠ και στην παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας, σε σύγκριση με το σενάριο μη υλοποίησης της μεταρρύθμισης. Οι εκτιμήσεις εξετάζουν τη μακροοικονομική επίδραση υπό εναλλακτικά σενάρια προσομοίωσης, που αφορούν: (α) το ποσοστό συμμετοχής στο νέο σύστημα του πληθυσμού για τον οποίο η ένταξη είναι προαιρετική (υφιστάμενοι ασφαλισμένοι έως 35 ετών και αυτοαπασχολούμενοι), (β) το ποσοστό των αποθεματικών που τοποθετούνται σε εγχώριες επενδύσεις, καθώς και (γ) τη μακροχρόνια απόδοση των επενδύσεων σε πραγματικούς όρους. Σύμφωνα με τα κύρια αποτελέσματα της ανάλυσης, εκτιμάται ότι στο τέλος της περιόδου αναφοράς (2070) η αύξηση του ΑΕΠ θα κυμαίνεται μεταξύ 4,5% και 9,5% και η αύξηση των εγχώριων επενδύσεων μεταξύ 0,8 και 1,6 ποσ. μον. του ΑΕΠ. Από την ανάλυση ευαισθησίας βάσει εναλλακτικών σεναρίων καταδεικνύεται ότι οι επιδράσεις της μεταρρύθμισης στο ΑΕΠ της χώρας επηρεάζονται σημαντικά από τις εναλλακτικές υποθέσεις για το ύψος της απόδοσης των επενδύσεων του Ταμείου και το μέρος των πόρων του Ταμείου που τοποθετείται σε εγχώριες παραγωγικές επενδύσεις, αλλά λιγότερο από τις εναλλακτικές υποθέσεις για την εθελοντική συμμετοχή στο νέο σύστημα επικουρικής ασφάλισης.

Όσον αφορά την επάρκεια των συντάξεων17, η εν λόγω μεταρρύθμιση εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε υψηλότερη δαπάνη για επικουρικές συντάξεις το 2070 και σε αύξηση της μέσης ετήσιας σύνταξης σε σχέση με το σενάριο της μη υλοποίησης. Συγκεκριμένα, εκτιμάται ότι η ετήσια δαπάνη για επικουρικές συντάξεις υπό το νέο σύστημα θα κυμαίνεται το 2070 μεταξύ 0,18% του ΑΕΠ (στο απαισιόδοξο σενάριο) και 0,53% του ΑΕΠ (στο αισιόδοξο σενάριο), έναντι 0,13% και 0,35% του ΑΕΠ αντίστοιχα στην περίπτωση μη υλοποίησης της μεταρρύθμισης. Η διαφορά στην ετήσια επικουρική σύνταξη κυμαίνεται από 310 ευρώ (+11,5%) στα πιο απαισιόδοξα σενάρια έως και 1.442 ευρώ (+51,5%) στο πλέον αισιόδοξο σενάριο, σε τιμές του 2019.

Επιπρόσθετα, η επίπτωση της μεταρρύθμισης στη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους μεσοπρόθεσμα (έως το 2040) είναι πολύ περιορισμένη, ενώ μακροπόθεσμα η συμπερίληψη του νέου ταμείου στη Γενική Κυβέρνηση βελτιώνει τη δυναμική του χρέους. Η σχετική συνοδευτική μελέτη18 συγκρίνει για τέσσερα ενδεικτικά μακροοικονομικά σενάρια την εξέλιξη των λόγων: (α) χρέους προς ΑΕΠ και (β) χρηματοδοτικών αναγκών προς ΑΕΠ έναντι του σεναρίου μη μεταρρύθμισης. Σε όλα τα σενάρια, η επίπτωση της μεταρρύθμισης στον λόγο χρέους/ΑΕΠ και χρηματοδοτικών αναγκών/ΑΕΠ είναι αμελητέα έως το 2030 και πολύ μικρή έως το 2040. Μακροπρόθεσμα, μετά το 2040, η εικόνα διαφοροποιείται μεταξύ σεναρίων και εξαρτάται και από τη στατιστική ταξινόμηση του νέου Ταμείου. Πιο συγκεκριμένα, το 2070 ο λόγος χρηματοδοτικών αναγκών/ΑΕΠ βελτιώνεται κατά 1 περίπου ποσ. μον. στα πιο αισιόδοξα σενάρια και επιδεινώνεται οριακά κατά 0,2 ποσ. μον. και κατά 1 ποσ. μον. στο σενάριο βάσης και στο πιο συντηρητικό σενάριο αντίστοιχα. Όσον αφορά τον λόγο χρέους/ΑΕΠ, αν το ΤΕΚΑ ενταχθεί εντός της Γενικής Κυβέρνησης, ο λόγος εκτιμάται ότι θα μειωθεί κατά 6,3 ποσ. μον. στο βασικό σενάριο έως 16,3 ποσ. μον. στο πιο αισιόδοξο σενάριο, ενώ στο συντηρητικό σενάριο παραμένει ουσιαστικά αμετάβλητος19. Αντίθετα, αν το ΤΕΚΑ δεν ενταχθεί εντός της γενικής κυβέρνησης, ο λόγος εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 2 ποσ. μον. στο σενάριο βάσης και κατά 9,5 ποσ. μον. στο συντηρητικό σενάριο, ενώ μειώνεται στα πιο αισιόδοξα σενάρια.

Συμπεράσματα

Το παρόν πλαίσιο παρουσιάζει συνοπτικά τα βασικά σημεία της εισαγωγής κεφαλαιοποιητικού συστήματος καθορισμένων εισφορών στην επικουρική ασφάλιση, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον ν. 4826/2021. Από την ανάλυση στην οποία βασίστηκε φαίνεται ότι η ασφαλιστική μεταρρύθμιση στον τομέα της επικουρικής ασφάλισης θα έχει σημαντικά οφέλη, τόσο για τους ασφαλισμένους που θα ενταχθούν στο νέο Ταμείο όσο και για την οικονομία γενικότερα μέσω των δευτερογενών επιδράσεων από τις επενδύσεις των αποθεματικών του Ταμείου στην εγχώρια οικονομία. Η μετάβαση στο νέο σύστημα θα έχει κόστος, το οποίο όμως εκτιμάται σχετικά περιορισμένο σε καθαρούς όρους. Επίσης, η γενικότερη επίδραση στα δημοσιονομικά μεγέθη της χώρας, με βάση σχετική μελέτη, φαίνεται ότι θα είναι συνολικά θετική, συμβάλλοντας στην ενίσχυση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος και του επιπέδου των επικουρικών συντάξεων, χωρίς να διακυβεύεται η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους. Τέλος, με βάση τη μακροχρόνια διεθνή εμπειρία και τις ιστορικές αποδόσεις παραπλήσιων σχημάτων διεθνώς, αναμένεται ότι η πιθανότητα επιβάρυνσης του κρατικού προϋπολογισμού για την κάλυψη ενδεχόμενης απόκλισης της απόδοσης των επενδύσεων από το ελάχιστο εγγυημένο όριο του συνόλου των καταβληθεισών εισφορών είναι σχετικά χαμηλή.

1) Εντούτοις, κάποιες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης ανέστρεψαν σε μεγάλο βαθμό ανάλογες μεταρρυθμίσεις, επιστρέφοντας πιο πρόσφατα σε διανεμητικά συστήματα. Ωστόσο, στις χώρες αυτές αποσχίστηκε μεγάλο μέρος των εισφορών από το διανεμητικό σύστημα, κάτι που δεν ισχύει στην περίπτωση της Ελλάδος, όπου η μεταρρύθμιση αφορά μόνο την επικουρική ασφάλιση νέων ασφαλισμένων.
2) Σημειώνεται ότι η Ελλάδα, αν και αντιμέτωπη με δυσοίωνες δημογραφικές προοπτικές, έχει διασφαλίσει τη βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού της συστήματος με προγενέστερες μεταρρυθμίσεις.
3) Tο κεφαλαιοποιητικό σύστημα έχει εισαχθεί στην κοινωνική ασφάλιση ήδη από το 2002 (ν. 3029/2002), μέσω της θεσμοθέτησης των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης (ΤΕΑ). Τα ΤΕΑ είναι νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, αποτελούν τον δεύτερο πυλώνα ασφάλισης και έχουν σκοπό να προσφέρουν στους ασφαλισμένους και δικαιούχους των παροχών συμπληρωματική ασφαλιστική προστασία πέραν της παρεχόμενης από την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση. Μέχρι σήμερα έχουν δημιουργηθεί 27 ΤΕΑ, με ενεργητικό στο τέλος του 2020 ύψους περίπου 1,7 δισεκ. ευρώ, και, σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Ένωσης Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης (ΕΛ.Ε.Τ.Ε.Α.), η μέση ονομαστική απόδοση των επενδύσεων των ΤΕΑ την περίοδο 2011-2020 ανήλθε σε 4,5% ετησίως.
4) Το ΤΕΚΑ θα λειτουργεί υπό την εποπτεία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Δεν έχει ληφθεί ακόμη κάποια απόφαση για το αν θα ενταχθεί στο μητρώο φορέων της Γενικής Κυβέρνησης.
5) Τα επενδυτικά προγράμματα που προσφέρει το ΤΕΚΑ είναι κύκλου ζωής, που σημαίνει ότι ακολουθούν τον κανόνα της μείωσης του επιπέδου του επενδυτικού κινδύνου στο χαρτοφυλάκιο κάθε ασφαλισμένου καθώς αυξάνεται η ηλικία του. Επισημαίνεται ότι οι ασφαλισμένοι θα έχουν τη δυνατότητα να παρακολουθούν συνεχώς το ύψος των εισφορών τους, αλλά και τις αποδόσεις των επενδύσεων του ΤΕΚΑ, μέσω ηλεκτρονικής πρόσβασης στα στοιχεία των ατομικών τους λογαριασμών.
6) https://www.oecd.org/daf/fin/private-pensions/Pension-Funds-in-Figures-2021.pdf
7) Σύμφωνα με τη μακροοικονομική μελέτη που συνόδευε τη μεταρρυθμιστική πρόταση, το σενάριο βάσης υποθέτει ότι το 80% των αποθεματικών επενδύεται εγχωρίως, εκ των οποίων 50% σε εγχώριες παραγωγικές επενδύσεις (σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου) και το 30% σε ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου. Παράλληλα, παρουσιάζονται και εναλλακτικά σενάρια ως προς τη διαφοροποίηση του κινδύνου μεταξύ ομολόγων και άλλων επενδύσεων.
8) Για διάστημα έως πέντε έτη από την έναρξη λειτουργίας του ΤΕΚΑ ορίζεται ως μεταβατική επενδυτική επιτροπή η επενδυτική επιτροπή της ΕΔΕΚΤ – Α.Ε.Π.Ε.Υ.
9) Δηλαδή το κράτος θα καλύπτει όχι μόνο τυχόν αρνητικές αποδόσεις από τις επενδύσεις, αλλά και το ποσό που τυχόν θα υπολείπεται, προκειμένου οι σωρευτικές εισφορές να μην έχουν απώλειες από την εξέλιξη του πληθωρισμού.
10) Για ενδεικτικές δημοσιεύσεις που καταγράφουν μακροχρόνια δεδομένα αποδόσεων επιλεγμένων περιουσιακών στοιχείων, βλ. Credit Suisse, Global Investment Returns Yearbook 2021, και Dimson, Ε.P. Marsh and M. Staunton (2002), Triumph of the Optimists: 101 Years of Global Investment Returns, Princeton University Press.
11) https://www.oecd.org/daf/fin/private-pensions/Pension-Markets-in-Focus-2020.pdf
12) Στο σύστημα νοητής κεφαλαιοποίησης της επικουρικής ασφάλισης, που ισχύει επί του παρόντος, λειτουργεί αυτόματος μηχανισμός εξισορρόπησης για την αποφυγή ελλειμμάτων μέσω της μη αναπροσαρμογής των συντάξεων.
13) Στο νέο σύστημα που διαμορφώνεται, η σύνταξη κάθε συνταξιούχου θα αποτελείται από τρία μέρη: (α) την εθνική σύνταξη που πληρώνεται από τον προϋπολογισμό και υπόκειται στον δημοσιονομικό κίνδυνο, (β) την ανταποδοτική σύνταξη που πληρώνεται από τις εισφορές των εργαζομένων και υπόκειται στον δημογραφικό κίνδυνο και (γ) την επικουρική σύνταξη που πληρώνεται από τις εισφορές του ίδιου του συνταξιούχου και τις αποδόσεις των επενδύσεών του και υπόκειται στον κίνδυνο αγοράς, ο οποίος εντούτοις ουσιαστικά εξαλείφεται λόγω της κρατικής εγγύησης για την καταβολή ελάχιστης επικουρικής σύνταξης.
14) Εθνική Αναλογιστική Αρχή (2021), «Αναλογιστική μελέτη μετάβασης της ασφάλισης για επικουρική σύνταξη από σύστημα καθορισμένων εισφορών νοητής κεφαλαιοποίησης NDC σε κεφαλαιοποιητικό σύστημα».
15) Η εκτίμηση αυτή αφορά το σενάριο βάσης, το οποίο υποθέτει ονομαστικό επιτόκιο προεξόφλησης 3,5%. Η αναλογιστική μελέτη παρουσιάζει αποτελέσματα και για τρία εναλλακτικά ονομαστικά επιτόκια προεξόφλησης (2,5%, 3% και 4%), προκειμένου να αναδείξει την ευαισθησία της παρούσας αξίας του κόστους μετάβασης σε αυτά (η εκτίμηση της παρούσας αξίας κυμαίνεται μεταξύ 46 δισ. και 79 δισ. ευρώ). Σημειώνεται ότι το ονομαστικό επιτόκιο προεξόφλησης δεν προσδιορίζεται από τον νόμο.
16) Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (2021), «Μακροοικονομική επίδραση σεναρίων συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης». Οι μακροοικονομικές επιδράσεις των μεταρρυθμίσεων μελετώνται με προσομοιώσεις εναλλακτικών σεναρίων πολιτικής, στο πλαίσιο ενός δυναμικού στοχαστικού μακροοικονομικού υποδείγματος γενικής ισορροπίας (Global Integrated Monetary and Fiscal Model – GIMF).
17) Η επάρκεια των συντάξεων αναφέρεται στον βαθμό στον οποίο το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης προστατεύει τους ηλικιωμένους από τη φτώχεια, καθώς εξασφαλίζει τη διατήρηση ενός σταθερού εισοδήματος όσο το δυνατόν ανάλογου αυτού που είχε ο συνταξιούχος στον εργασιακό του βίο.
18) Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (2021), «Ανάλυση βιωσιμότητας χρέους – Εναλλακτικά σενάρια μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού συστήματος».
19) Εάν το ΤΕΚΑ ενταχθεί εντός της γενικής κυβέρνησης, τότε τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου που διακρατούνται από αυτό θα αποτελούν ενδοκυβερνητικό χρέος.

Πηγή: ΤτΕ – Νομισματική Πολιτική, Ενδιάμεση Έκθεση 2021

Διαβάστε επίσης: Επαγγελματική ασφάλιση στην Ελλάδα: Προκλήσεις και προοπτικές


Ακολουθήστε την Ασφαλιστική Αγορά στο Google News

Εγγραφείτε στο NewsLetter μας