Όλο και πιο συχνά συναντάται στην πρακτική, ειδικά στον χώρο των τραπεζικών πιστοδοτήσεων, η σύναψη ασφαλιστικής σύμβασης ζημιών, με σκοπό την εξασφάλιση του δανειστή από κινδύνους που είναι ενδεχόμενο να μειώσουν ή και να εξαφανίσουν την αξία της προσφερόμενης εμπράγματης ασφάλειας, την οποία δικαιούται ο δανειστής. Στις περιπτώσεις αυτές η ασφάλιση συνάπτεται για την εξασφάλιση ξένου συμφέροντος, με τη μορφή γνήσιας σύμβασης υπέρ τρίτου (κατά τα οριζόμενα από το άρθρο 410 του Αστικού Κώδικα ΑΚ).

Εν προκειμένω, είναι φανερό ότι ο τρίτος είναι εκείνος ο οποίος θα πληγεί από την τυχόν επέλευση του κινδύνου ή, άλλως, θα επηρεαστεί η οικονομική του σχέση με το πράγμα και συνεπώς ο έχων ασφαλιστικό συμφέρον και, ως εκ τούτου, είναι εκείνος ο οποίος δικαιούται εκ του νόμου να απαιτήσει την καταβολή του ασφαλίσματος, όταν και αν ο κίνδυνος επέλθει.

Αν υπάρξει περίπτωση ολιγωρίας του τρίτου να εγείρει την αξίωση, ο λήπτης της ασφάλισης δύναται να στραφεί πλαγιαστικά κατά του ασφαλιστή, ζητώντας την καταβολή του ασφαλίσματος, εκ του γεγονότος ότι έχει έννομο συμφέρον από την εκπλήρωση της υποχρέωσης του ασφαλιστή για την καταβολή της αποζημίωσης.

Στην περίπτωση ασφαλισμένου ενυπόθηκου ακινήτου, το δικαίωμα της υποθήκης ασκείται και επί της ασφαλιστικής αποζημίωσης (ΑΚ 1287), ασχέτως του αν η σύμβαση ασφάλισης καταρτίστηκε από τον δανειστή ή από τον κύριο του ακινήτου, το οποίο δόθηκε ως ασφάλεια.

Σχετικώς με τα παραπάνω πρόσφατη απόφαση του Αρείου Πάγου, απόσπασμα από την οποία παραθέτουμε (ΑΠ 336/2021, ΔΕΕ Τεύχος Δεκεμβρίου 2021, σελ. 1588 επ.):

(…) Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν 2496/1997, με την ασφαλιστική σύμβαση η ασφαλιστική επιχείρηση (ασφαλιστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει, έναντι ασφαλίστρου, στον συμβαλλόμενό της (λήπτη της ασφάλισης) ή σε τρίτο, παροχή (ασφάλισμα) σε χρήμα ή, εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, άλλη παροχή σε είδος, όταν επέλθει το περιστατικό από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωσή του (ασφαλιστική περίπτωση). Επίσης, ασφαλισμένος στη σύμβαση ασφάλισης ζημιών (όπως είναι η ασφάλιση πυρκαγιάς κατ’ άρθρο 19 του άνω νόμου), είναι το πρόσωπο που έχει συμφέρον στη διατήρηση του πράγματος, αυτός δηλαδή του οποίου η οικονομική σχέση με το πράγμα θα θιγεί με την επέλευση του κινδύνου και χάριν του οποίου συνάπτεται η σύμβαση ασφάλισης. Κατά κανόνα οι ιδιότητες του ασφαλισμένου και του λήπτη της ασφάλισης συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο. Αν, όμως, οι άνω ιδιότητες δεν συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο, όπως συμβαίνει σε περίπτωση ασφάλισης ξένου συμφέροντος, η ασφάλιση συνάπτεται για λογαριασμό άλλου και είναι γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, διεπόμενη από τα άρθρα 410 επ. ΑΚ. Στην περίπτωση αυτή, τρίτος, δικαιούχος του ασφαλίσματος, είναι ο ασφαλισμένος που ορίσθηκε από τη σύμβαση ότι απειλείται από τον ασφαλιστικό κίνδυνο και πλήττεται από την πραγματοποίησή του. Αυτός (τρίτος) είναι ο μόνος που μπορεί να ζητήσει την καταβολή του ασφαλίσματος απευθείας στον ίδιο και, ως εκ τούτου, αυτός (τρίτος-ασφαλισμένος) νομιμοποιείται ενεργητικά για την άσκηση της σχετικής περί καταβολής του ασφαλίσματος αγωγής κατά του ασφαλιστή (ΑΠ 1392/2019, ΑΠ 2052/2014, ΑΠ 1859/2013, ΑΠ 1895/2008, ΑΠ 11/2006).

Εξάλλου, κατά το άρθρο 1287 εδ. α και β ΑΚ, όταν το ενυπόθηκο είναι ασφαλισμένο, το δικαίωμα της υποθήκης ασκείται στην οφειλόμενη ασφαλιστική αποζημίωση. Ο δανειστής έχει υποχρέωση να καταθέσει το ποσό της αποζημίωσης δημόσια, για να γίνει η διαδικασία της κατάταξης. Από τη διάταξη αυτή, της οποίας η εφαρμογή δεν προϋποθέτει την ύπαρξη εξουσίας διάθεσης εκ μέρους του ασφαλισμένου οφειλέτη της ασφαλιστικής αποζημίωσης, κατά τον χρόνο επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης, προκύπτει ότι δικαιούχος της ασφαλιστικής αποζημίωσης μέχρι του ύψους της απαίτησής του που είναι ασφαλισμένη με την υποθήκη, είναι αποκλειστικά ο ενυπόθηκος δανειστής και, επομένως, σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, η αξίωση κατά του ασφαλιστή προς καταβολή του ασφαλίσματος ανήκει όχι στον κύριο του ενυπόθηκου ακινήτου (οφειλέτη ή τρίτο), αλλά στον ενυπόθηκο δανειστή, ο οποίος και μόνος νομιμοποιείται να εγείρει τη σχετική αγωγή κατά του ασφαλιστή, όχι δυνάμει σχέσης εκχώρησης, αλλά ως υποκατάστατος του ασφαλισμένου ενυπόθηκου οφειλέτη του (ΑΠ 1725/2014, ΑΠ 1356/2012, ΑΠ 1317/2009, ΑΠ 1772/2005. (…)

Θεόδωρος Κουτσούμπας, Δικηγόρος – Διδάκτωρ Νομικής, [email protected]
Σε συνεργασία με το περιοδικό ΣΥΝήΓΟΡΟΣ


Ακολουθήστε την Ασφαλιστική Αγορά στο Google News

Προηγούμενο άρθροΤο «Παν Μέτρον Άριστον» καθορίζει την επιτυχία του Financial Planner
Επόμενο άρθροΗ ORSA για την κλιματική αλλαγή προβληματίζει τους ασφαλιστές