Άρθρα

Περιβαλλοντική Ευθύνη Επιχειρήσεων και Ασφάλιση έναντι Περιβαλλοντικής Ζημίας

Περιβαλλοντική Ευθύνη Επιχειρήσεων και Ασφάλιση έναντι Περιβαλλοντικής Ζημίας

Του Γιώργου Κωνσταντινόπουλου*

Η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» (Polluter Pays Principle – PPP) αποτελεί έναν από τους κυριότερους πυλώνες της διεθνούς, Ευρωπαϊκής και Εθνικής Περιβαλλοντικής Πολιτικής. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, οι φορείς εκμετάλλευσης έργων και δραστηριοτήτων θα πρέπει, αφενός, να επωμίζονται τις δαπάνες για την εφαρμογή μέτρων πρόληψης και ελέγχου της ρύπανσης και, αφετέρου, θα πρέπει να είναι οικονομικά υπόλογοι και να καλύπτουν το κόστος της περιβαλλοντικής ζημίας που προκαλείται από τις δραστηριότητές τους.

Η αρχή χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Οργανισμό Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) το 1972, εστιάζοντας κυρίως στις δαπάνες πρόληψης και ελέγχου της ρύπανσης, ενώ το 1992 η Διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη (γνωστή ως «Διακήρυξη του Ρίο») συμπεριέλαβε την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» ως μία από τις 27 κατευθυντήριες αρχές της μελλοντικής βιώσιμης ανάπτυξης.

Η Αρχή αυτή περιλαμβάνεται ρητά και στη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ε.Ε., όπου στο άρθρο 191 παρ. 2 ορίζεται ότι: «Η πολιτική της Ένωσης στον τομέα του περιβάλλοντος (…) στηρίζεται στις αρχές της προφύλαξης και της προληπτικής δράσης, της επανόρθωσης των καταστροφών του περιβάλλοντος, κατά προτεραιότητα στην πηγή, καθώς και στην αρχή “ο ρυπαίνων πληρώνει”». Πληθώρα Οδηγιών περιλάμβανε και περιλαμβάνει διατάξεις που εδράζονται στην αρχή αυτή, όπως η Οδηγία για τους οικότοπους (Οδηγία 92/43/ΕΟΚ), για τα Ύδατα (Οδηγία 2000/60/ΕΚ), για τα ατυχήματα μεγάλης έκτασης (Οδηγία 2012/18/ΕΕ), κ.λπ.

Η Οδηγία 2004/35/ΕΚ και το Π.Δ. 148/2009

Ο διαρκώς αυξανόμενος αριθμός περιστατικών περιβαλλοντικής ζημίας, η έκταση, ο αντίκτυπός τους στο περιβάλλον και τη δημόσια υγεία, καθώς και το συνεπαγόμενο κόστος αποκατάστασής τους, οδήγησαν τα Ευρωπαϊκά Όργανα στην απόφαση της υιοθέτησης ειδικής νομοθεσίας για την περιβαλλοντική ζημία. Ξεκινώντας από τη Λευκή Βίβλο για την Περιβαλλοντική Ευθύνη που υιοθετήθηκε τον Φεβρουάριο του 2000 (κείμενο χωρίς υποχρεωτικό χαρακτήρα) και μετά από πρόταση της Επιτροπής και τρία χρόνια εξαντλητικών συζητήσεων και διαπραγματεύσεων μεταξύ των θεσμών, στις 21 Απριλίου 2004 υιοθετήθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο η Οδηγία 2004/35/ΕΚ σχετικά με την περιβαλλοντική ευθύνη (ΟΠΕ), όσον αφορά στην πρόληψη και αποκατάσταση της περιβαλλοντικής ζημίας.

Σκοπός της Οδηγίας είναι να διαµορφώσει ένα κοινό πλαίσιο, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την περιβαλλοντική ευθύνη, βάσει της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει», µε σκοπό την πρόληψη και την αποκατάσταση της περιβαλλοντικής ζηµίας. Η Οδηγία καθιστά τους φορείς εκμετάλλευσης επαγγελματικών δραστηριοτήτων που προκαλούν περιβαλλοντική ζημία ως οικονομικά υπόχρεους για την αποκατάσταση της ζημίας. Επίσης, οι φορείς εκμετάλλευσης των οποίων οι δραστηριότητες συνιστούν επικείμενη απειλή για την πρόκληση περιβαλλοντικής ζημίας καθίστανται υπόχρεοι για τη λήψη των απαραίτητων προληπτικών μέτρων.

Είναι σαφές ότι η συγκεκριμένη Οδηγία άλλαξε ριζικά το πλαίσιο των υποχρεώσεων των βιομηχανιών και των παραγωγικών δραστηριοτήτων σε όλη την Ε.Ε., καθώς με τη νέα νομοθεσία οι φορείς αυτοί θα ήταν πλέον υποχρεωμένοι να λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα πρόληψης της ρύπανσης, αλλά και ταυτόχρονα να αποκαθιστούν τυχόν περιβαλλοντικές ζημίες που προκαλούνται από τη λειτουργία τους. Ενδεικτικό της σημασίας και των επιπτώσεων της Οδηγίας αποτελεί η διστακτικότητα των κρατών-μελών να εναρμονιστούν εγκαίρως με το νέο νομοθετικό πλαίσιο. Σύμφωνα με την Οδηγία (Άρθρο 19), τα κράτη-μέλη ήταν υποχρεωμένα να μεταφέρουν τις διατάξεις της Οδηγίας στο εθνικό τους δίκαιο το αργότερο μέχρι τις 30 Απριλίου 2007. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι την προθεσμία εναρμόνισης, μόνο τέσσερα (4) κράτη μέλη είχαν εναρμονιστεί με την Οδηγία, με αποτέλεσμα η Επιτροπή να αποστείλει αιτιολογημένη γνώμη εναντίον 23 κρατών-μελών. Η Ελλάδα μαζί με άλλα οκτώ κράτη μέλη παραπέμφθηκε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για μη έγκαιρη ενσωμάτωση των διατάξεων της ΟΠΕ στο Εθνικό Δίκαιο. Τα εννέα κράτη-μέλη είναι τα εξής: Αυστρία, Βέλγιο (μόνο όσον αφορά την Περιφέρεια Βρυξελλών), Ελλάδα, Φινλανδία, Γαλλία, Ιρλανδία, Λουξεμβούργο, Σλοβενία και Ηνωμένο Βασίλειο. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εξέδωσε αποφάσεις εναντίον 7 κρατών-μελών κατά τα έτη 2008 και 2009.

Στις 29 Σεπτεμβρίου 2009, δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ το Προεδρικό Διάταγμα 148/2009, που ενσωματώνει τη σχετική Οδηγία στο Εθνικό δίκαιο. Το Π.Δ. μεταφέρει επακριβώς τις κοινοτικές διατάξεις, ακολουθώντας σε κάποια σημεία μια ακόμα αυστηρότερη προσέγγιση.

Σύμφωνα με το Προεδρικό Διάταγμα, ως «ζημία» νοείται η μετρήσιμη δυσμενής μεταβολή φυσικού πόρου ή η μετρήσιμη υποβάθμιση υπηρεσίας συνδεδεμένης με φυσικό πόρο, που μπορεί να επέλθει άμεσα ή έμμεσα. Όπως και η Οδηγία, το Π.Δ. αναγνωρίζει ότι δεν συνεπάγονται όλα τα έργα και οι δραστηριότητες τον ίδιο κίνδυνο πρόκλησης περιβαλλοντικής ζημίας. Προς τον σκοπό αυτόν, το Διάταγμα διακρίνει τις δραστηριότητες σε δύο κατηγορίες:

Α. Τις δραστηριότητες του Παραρτήματος ΙΙΙ, που περιλαμβάνει τις δυνητικά πιο ρυπογόνες και οιωνεί επικίνδυνες δραστηριότητες (π.χ. ενεργειακή βιομηχανία και διύλιση, χημική βιομηχανία, διαχείριση και μεταφορά επικίνδυνων αποβλήτων, παραγωγή μετάλλων, βιομηχανίες οργανικών διαλυτών, μεγάλες εγκαταστάσεις καύσης, παραγωγή επικίνδυνων ουσιών, κ.λπ.). Οι δραστηριότητες αυτές καθίστανται υπόχρεες για την πρόληψη και αποκατάσταση της ζημίας:

  • Σε προστατευόμενα είδη και φυσικούς οικοτόπους, ήτοι οποιαδήποτε ζημία έχει σημαντικά δυσμενείς συνέπειες για την επίτευξη ή τη διαφύλαξη της ευνοϊκής κατάστασης διατήρησης αυτών των οικοτόπων ή ειδών, ή/και
  • Των υδάτων, ήτοι ζημία που επηρεάζει δυσμενώς σε σημαντικό βαθμό την οικολογική, χημική
    ή ποσοτική κατάσταση ή το οικολογικό δυναμικό των υδάτων και την περιβαλλοντική κατάσταση των θαλασσίων υδάτων, ή/και
  • Του εδάφους, ήτοι οποιαδήποτε μόλυνση του εδάφους, η οποία δημιουργεί σοβαρό κίνδυνο δυσμενών συνεπειών για την ανθρώπινη υγεία, ως αποτέλεσμα της εισαγωγής ουσιών, παρασκευασμάτων, οργανισμών ή μικροοργανισμών.

Β. Όλες τις υπόλοιπες δραστηριότητες, πλην αυτών του Παραρτήματος ΙΙΙ, οι οποίες καθίστανται υπόχρεες για την πρόληψη και αποκατάσταση της ζημίας σε προστατευόμενα είδη και φυσικούς οικοτόπους.

Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι το Προεδρικό Διάταγμα προβλέπει αντικειμενική ευθύνη και για τις δύο ανωτέρω κατηγορίες, δηλαδή οριζόντια για όλες τις δραστηριότητες. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο φορέας εκμετάλλευσης υπέχει ευθύνη ακόμα και αν δεν υφίσταται υπαιτιότητα, δηλαδή δόλος ή αμέλεια, για την πρόκληση της περιβαλλοντικής ζημίας.

Τέλος, όπως και στην Οδηγία, από το πεδίο εφαρμογής της περιβαλλοντικής ευθύνης εξαιρείται η περιβαλλοντική ζημία στον αέρα, καθώς, αφενός, δεν είναι νοητή η αποκατάστασή της κατά τον τρόπο που προβλέπει η Οδηγία και, αφετέρου, υφίσταται ειδική νομοθεσία, τόσο σε κοινοτικό όσο και σε εθνικό επίπεδο, σχετικά με την ατμοσφαιρική ρύπανση και την ποιότητα του αέρα και τη συνακόλουθη ευθύνη των φορέων εκμετάλλευσης.

Τι θα κληθεί να πληρώσει ο φορέας εκμετάλλευσης βάσει του Π.Δ.

Όσον αφορά την έκταση της ευθύνης, δηλαδή τι τελικά θα κληθεί να πληρώσει ο φορέας εκμετάλλευσης, αυτά περιλαμβάνουν:

Α. Το κόστος των απαραίτητων μέτρων πρόληψης (Άρθρο 8 του Π.Δ.)

Σε περίπτωση άμεσης απειλής περιβαλλοντικής ζημίας, ο φορέας εκμετάλλευσης υποχρεούται, χωρίς προειδοποίηση, να λαμβάνει αμελλητί τα κατά την κρίση του απαραίτητα προληπτικά μέτρα και να ενημερώνει αμέσως την αρμόδια αρχή, για όλες τις σχετικές πτυχές της κατάστασης.
Είναι δυνατόν, με απόφαση του Υπουργού ΠΕΝ, μετά από εισήγηση του Συντονιστικού Γραφείου Αντιμετώπισης Περιβαλλοντικών Ζημιών (ΣΥΓΑΠΕΖ), να προσδιορίζονται πρόσθετα κριτήρια για τα ληπτέα μέτρα πρόληψης από τους φορείς εκμετάλλευσης.

Β. Το κόστος των μέτρων περιορισμού της ρύπανσης (άρθρα 9 του Π.Δ.)

Όταν επέλθει η ζημία, ο φορέας εκμετάλλευσης:

  • Ενημερώνει το ΥΠΕΝ.
  • Λαμβάνει ο ίδιος αμελλητί τα μέτρα περιορισμού της περιβαλλοντικής ζημίας.
  • Λαμβάνει και όποια άλλα πρόσθετα μέτρα τυχόν απαιτηθούν, κατά την κρίση της αρμόδιας αρχής, για τον αποτελεσματικό περιορισμό της ζημίας.

Γ. Το κόστος της εκτίμησης της περιβαλλοντικής ζημίας και του καθορισμού των μέτρων αποκατάστασης (άρθρα 10 και 11 του Π.Δ.)

Όταν επέλθει η περιβαλλοντική ζημία, ο φορέας εκμετάλλευσης πρέπει να προχωρήσει σε μελέτη αποκατάστασης, στην οποία θα περιγράφονται αναλυτικά τα μέτρα και οι δράσεις που θα λάβουν χώρα για την επαναφορά του περιβάλλοντος στην προτέρα κατάσταση. Η Μελέτη Αποκατάστασης εγκρίνεται από το ΥΠΕΝ ή τις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις, κατόπιν σχετικής εισήγησης του ΣΥΓΑΠΕΖ ή της Περιφερειακής Επιτροπής Αντιμετώπισης Περιβαλλοντικών Ζημιών (ΠΕΑΠΖ), αντίστοιχα.

Δ. Το κόστος των απαραίτητων μέτρων αποκατάστασης (άρθρα 9, 10 και 11 του Π.Δ.)

Μετά την έγκριση της Μελέτης αποκατάστασης, ο φορέας εκμετάλλευσης υλοποιεί όλα τα μέτρα και τις δράσεις που περιγράφονται στην εγκεκριμένη μελέτη.

Τέλος, ο φορέας εκμετάλλευσης είναι δυνατόν να πληρώνει και το κόστος των διοικητικών δαπανών και των δαπανών επιβολής του νόμου (άρθρο 11) που θα υποχρεωθεί να καταβάλει η Διοίκηση και δικαιούται να ανακτήσει (π.χ. χρήση υπηρεσιών ιδιωτικού εργαστηρίου για αναλύσεις ή αμοιβές ειδικών εμπειρογνωμόνων).

Περιβαλλοντική Ευθύνη Επιχειρήσεων και Ασφάλιση έναντι Περιβαλλοντικής Ζημίας

Όλα τα ανωτέρω κόστη καταβάλλονται ανεξαρτήτως των προβλεπομένων από άλλες διατάξεις της νομοθεσίας κυρώσεων, όπως π.χ.:

  • Διοικητικά πρόστιμα [για ρύπανση ή υποβάθμιση του περιβάλλοντος, η υφιστάμενη νομοθεσία προβλέπει ως διοικητική κύρωση πρόστιμο από πεντακόσια (500) μέχρι δύο εκατομμύρια (2.000.000) ευρώ, ανάλογα με τη σοβαρότητα, τη συχνότητα, την υποτροπή της παράβασης].
  • Ποινικές κυρώσεις (οι οποίες ξεκινούν από ποινές φυλάκισης τουλάχιστον 1 έτους και πρόστιμο μέχρι 60.000 ευρώ και φτάνουν, σε διακεκριμένες περιπτώσεις ρύπανσης, έως 20ετή κάθειρξη και πρόστιμο ως 500.000 ευρώ).
  • Προσωρινή παύση λειτουργίας.
  • Οριστική παύση λειτουργίας.
  • Ζημίες προς τρίτους.

Τέλος, το Προεδρικό Διάταγμα παρέχει δικαίωμα καταγγελίας σε έναν ευρύτατο κύκλο φυσικών και νομικών προσώπων, τα οποία περιλαμβάνουν, πέραν των εθνικών αρμοδίων αρχών, και κάθε πρόσωπο το οποίο επηρεάζεται ή ενδέχεται να επηρεαστεί από την περιβαλλοντική ζημία, ενώ παρέχεται ρητά το δικαίωμα αυτό και στις ΜΚΟ που προάγουν την προστασία του περιβάλλοντος.

Προαιρετική ή υποχρεωτική ασφάλιση έναντι περιβαλλοντικής ζημίας

Με δεδομένο το αυστηρότατο πλαίσιο που εισάγεται για την περιβαλλοντική ευθύνη των επιχειρήσεων, όπως αυτή περιγράφεται ανωτέρω, καθώς και τα κόστη που συνεπάγεται η υποχρέωση ανάληψης της οικονομικής ευθύνης αποκατάστασης του περιβάλλοντος και επαναφοράς του στην προτέρα κατάσταση, τόσο η Οδηγία όσο και το Προεδρικό Διάταγμα προβλέπουν τη δυνατότητα χρήσης χρηματοοικονομικής ασφάλειας. Συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι οι φορείς εκμετάλλευσης, προκειμένου να καλύψουν την ευθύνη τους, μπορούν να κάνουν χρήση χρηματοοικονομικής ασφάλειας (ιδιωτικής ασφάλισης καθώς και άλλων μορφών χρηματοοικονομικών εγγυήσεων, όπως για παράδειγμα εγγυητικών επιστολών ή/και αλληλέγγυων ταμείων ευθύνης), για την κατά το δυνατόν πληρέστερη κάλυψη της αποκατάστασης των πιθανολογούμενων περιβαλλοντικών ζημιών.

Προς το παρόν, η ασφάλιση έναντι περιβαλλοντικής ζημίας, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, παραμένει προαιρετική, δηλαδή επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια των κρατών-μελών αν θα την εφαρμόσουν ή όχι και για ποιες κατηγορίες δραστηριοτήτων. Μέχρι σήμερα, οκτώ κράτη-μέλη (Τσεχία, Ιρλανδία, Ισπανία, Ιταλία, Πολωνία, Πορτογαλία, Ελλάδα και Σλοβακία) απαιτούν χρηματοοικονομική ασφάλεια για το σύνολο ή για μέρος των περιβαλλοντικών υποχρεώσεων. Μελέτη που εκπονήθηκε για λογαριασμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το πρόβλημα της αφερεγγυότητας μπορεί να αντιμετωπιστεί μέσω της επιβολής υποχρεωτικής χρηματοοικονομικής ασφάλειας. Παραδείγματος χάριν, η Πορτογαλία επιβάλλει υποχρεωτική χρηματοοικονομική ασφάλεια για όλες τις δραστηριότητες που ενέχουν περιβαλλοντικό κίνδυνο, οι οποίες προσδιορίζονται στην ΟΠΕ.

Στην Ελλάδα, το Π.Δ. προέβλεπε τη σταδιακή υπαγωγή των δραστηριοτήτων του Παραρτήματος ΙΙΙ σε καθεστώς υποχρεωτικής ασφάλισης ήδη από το 2010. Παρότι συγκεκριμένες κατηγορίες δραστηριοτήτων υπάγονται ήδη σε καθεστώς υποχρεωτικής ασφάλισης έναντι περιβαλλοντικής ζημίας (π.χ. διαχείριση επικινδύνων αποβλήτων, μεταφορά αποβλήτων), η σχετική ΚΥΑ δεν έχει εκδοθεί.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι μέχρι το 2004, σε επίπεδο ΕΕ, υπήρχαν διαθέσιμα ελάχιστα εξειδικευμένα συμβόλαια κάλυψης ευθύνης από περιβαλλοντική ζημία. Από το 2004 μέχρι σήμερα, ο κλάδος έχει αναπτυχθεί ραγδαία, με πλήθος συμβολαίων διαθέσιμων τόσο στην ευρωπαϊκή όσο και στην ελληνική αγορά. Τα διαθέσιμα ασφαλιστήρια παρουσιάζουν σημαντικές διαφοροποιήσεις, που αφορούν, μεταξύ άλλων, τις εξαιρέσεις, το εύρος κάλυψης, τα όρια ευθύνης, το όριο απαλλαγής, κ.λπ.

Όσον αφορά τις εξελίξεις στο θέμα της υποχρεωτικής υπαγωγής των δραστηριοτήτων σε καθεστώς υποχρεωτικής ασφάλισης έναντι περιβαλλοντικής ζημίας, αυτές αναμένεται να είναι ραγδαίες.

Καταρχάς, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι χαρακτηριστικές οι διαπιστώσεις της Έκθεσης του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου 12/2021, με τίτλο: «Αρχή “ο ρυπαίνων πληρώνει”: Ασυνεπής η εφαρμογή της στις πολιτικές και τις δράσεις της ΕΕ για το περιβάλλον», όπου επισημαίνεται, μεταξύ άλλων, ότι εξακολουθούν να υπάρχουν βασικές αδυναμίες, όπως ασάφειες σε βασικές έννοιες και ορισμούς και απουσία χρηματοοικονομικής ασφάλειας σε περιπτώσεις αφερεγγυότητας, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα «ο προϋπολογισμός της ΕΕ να χρησιμοποιείται ενίοτε για τη χρηματοδότηση δράσεων απορρύπανσης, το κόστος των οποίων θα έπρεπε, βάσει της αρχής “ο ρυπαίνων πληρώνει”, να έχουν επωμιστεί οι ρυπαίνοντες». Με αφετηρία την Έκθεση αυτή, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ξεκίνησε δημόσια διαβούλευση1 για την αναθεώρηση της Οδηγίας, για την εισαγωγή –μεταξύ άλλων– και υποχρεωτικής ασφάλειας, με τον Επίτροπο Περιβάλλοντος, Ωκεανών και Αλιείας, κ. Βιργκίνιους Σινκέβιτσιους, να δηλώνει στις 12/05/2023 τα εξής: «Η αρχή “ο ρυπαίνων πληρώνει” είναι δίκαιη και απλή: απαιτεί από τους ρυπαίνοντες να επωμίζονται το κόστος της ρύπανσης που προκαλούν. Εφαρμοζόμενη σωστά, η αρχή αυτή αποτελεί κίνητρο για την αποφυγή περιβαλλοντικών ζημιών και καθιστά τους ρυπαίνοντες υπεύθυνους για τον καθαρισμό. Όταν δεν εφαρμόζεται σωστά, συχνά οι πολίτες καταλήγουν να πληρώνουν τον λογαριασμό για τις περιβαλλοντικές ζημιές που προκαλούν οι ρυπαίνοντες και επιβαρύνονται οι δημόσιοι πόροι. Καλούμε τους πάντες να παράσχουν πληροφορίες για το πώς μπορεί να βελτιωθεί η λειτουργία αυτής της αρχής προς όφελος όλων».

Εξελίξεις, τέλος, αναμένονται και σε εθνικό επίπεδο, καθώς το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας ξεκίνησε την άνοιξη του 2023 διαβούλευση με τους εμπλεκόμενους φορείς και ειδικά με την Ένωση Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος (ΕΑΕΕ) επί ενός νέου σχεδίου Κοινής Υπουργικής Απόφασης, για τη σταδιακή υπαγωγή των επιχειρήσεων σε καθεστώς υποχρεωτικής ασφάλισης έναντι περιβαλλοντικής ζημίας. Με δεδομένο ότι διαφαίνεται ήδη συμφωνία στα βασικά σημεία, η νέα ΚΥΑ ενδέχεται να εκδοθεί ίσως και εντός του τρέχοντος έτους.

* O κ. Γιώργος Κωνσταντινόπουλος είναι Δικηγόρος στον Άρειο Πάγο, Ειδικός Εμπειρογνώμονας Αξιολογήσεων Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Υπεύθυνος Νομικών Υποθέσεων ECOCITY, Μέλος των Ομάδων Εργασίας για τη Νομοθεσία, τη Βιομηχανία και τον Αέρα του European Environmental Bureau (EEB).

  1. Η διαβούλευση διήρκεσε ως τις 4 Αυγούστου 2023 και είναι διαθέσιμη στο link: https://ec.europa.eu/eusurvey/runner/FitnesscheckPPP ↩︎

Ακολουθήστε την ασφαλιστική αγορά στο Google News

Εγγραφείτε στο NewsLetter μας