Συνεντεύξεις

Μ. Απέργης: Η ελληνική αγορά είναι λιγότερο ελκυστική σήμερα στους αντασφαλιστές

Μάριος Απέργης,
Δ/ντής Ζωής, Ατυχημάτων και Υγείας στην Carpenter Turner

Τα τελευταία 20 χρόνια η αγορά μας προσπαθεί να βρει βηματισμό και πορεία ανάπτυξης, αλλά μέχρι σήμερα δεν τα έχει καταφέρει. Και το ερώτημα είναι: μαθαίνουμε από όσα παθαίνουμε;
Κάνοντας μια μικρή νοερή αναδρομή στην ασφαλιστική αγορά των αρχών του 2000, προβληματιστήκαμε έντονα, ενθυμούμενοι ότι και τότε μιλούσαμε για μια αγορά με τεράστιες προοπτικές, τοποθετημένη ιδανικά για να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες που αναδύονταν λόγω παγκοσμιοποίησης και Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Για τις προσδοκίες που διαψεύστηκαν, αλλά και για τις προοπτικές που μας επιτρέπουν να αισιοδοξούμε ακόμα, συζητήσαμε με τον κ. Μάριο Απέργη. Οι σκέψεις, οι διαπιστώσεις και η οπτική του διακεκριμένου στελέχους είναι πολύτιμες. Ας μην ξεχνάμε ότι ο κ. Απέργης αντλεί εμπειρία και γνώση από τα 35 χρόνια εργασίας του στην (αντ)ασφαλιστική αγορά, με ειδίκευση στις (αντ)ασφαλίσεις Ζωής, Ατυχημάτων και Υγείας. Από το 2013 εργάζεται στην Carpenter Turner, με έδρα την Αθήνα, ως Διευθυντής Αντασφαλίσεων Ζωής, Ατυχημάτων και Υγείας, όντας και υπεύθυνος εργασιών για Ελλάδα, Κύπρο, Τουρκία, Βουλγαρία και Ρουμανία.

Συνέντευξη στην ΑΜΑΛΙΑ ΡΟΥΧΩΤΑ

Κύριε Απέργη, θα σας ζητήσω να “επιστρέψουμε” στις αρχές του 2000 και να θυμηθείτε τα τότε κύρια χαρακτηριστικά της αγοράς μας. Πώς βλέπατε, εκείνη την εποχή, τις προοπτικές για την ιδιωτική ασφαλιστική αγορά Ζωής & Υγείας;

Μ.Α.: Είκοσι χρόνια πριν, υπηρετούσα την ιδιωτική ασφαλιστική αγορά ως στέλεχος αντασφαλιστικής εταιρείας και συγκεκριμένα της GE Frankona Reassurance, που ήταν η αντασφαλιστική εταιρεία της γνωστής GE Capital. Η χώρα μας είχε ενσωματώσει τον κύριο όγκο των ευρωπαϊκών οδηγιών στην εθνική νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένης της εποπτείας των ασφαλιστικών εταιρειών, με την ΕΠΕΙΑ να έχει τότε την εποπτεία του κλάδου, πριν αυτή αναληφθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος.

Θυμάμαι ότι ο ηγετικός ρόλος ανήκε ακόμη σε εταιρείες ελληνικών μετοχικών συμφερόντων. Οι ασφαλιστικές εταιρείες ακολουθούσαν έντονα ανταγωνιστικές πρακτικές και αναπτυξιακή πολιτική, και η αγορά συνολικά διένυε περίοδο ανάπτυξης νέων (τότε) προϊόντων Ζωής και Υγείας. Η συμμετοχή στην Ευρωζώνη είχε φέρει χαμηλά επιτόκια, ευκολότερο δανεισμό και την άνθιση του Bancassurance, με υψηλά κεφάλαια θανάτου και ΜΟΑ, που κάλυπταν τον μεγάλο αριθμό δανείων που εκταμίευαν εκείνη την περίοδο οι τράπεζες.

Η συμμετοχή της ασφαλιστικής αγοράς στο ΑΕΠ ήταν της τάξεως του 2% και όλοι πίστευαν ότι είχε έρθει πια η ώρα αυτό το ποσοστό να ανέβει στο τότε μέσο επίπεδο των ευρωπαϊκών χωρών, της τάξεως του 8%. Η ελληνική ασφαλιστική αγορά, δηλαδή, ήταν αναμφισβήτητα μια αγορά με πολύ μεγάλες προοπτικές.

Προσωπικά, πίστευα ότι η αγορά θα μεγεθυνόταν σημαντικά, για να καλύψει το κενό που υπήρχε συγκριτικά με την υπόλοιπη Ευρώπη, και ότι θα αποκτούσε το απαραίτητο βάθος που απαιτείται για να υπάρξουν εξειδικευμένες –προϊοντικά– εταιρείες, π.χ. εταιρείες ασφάλισης υγείας ή εταιρείες συντάξεων και αποταμιευτικών προϊόντων κ.λπ., και όχι αυτό που συνέβαινε με όλες τις ασφαλιστικές εταιρείες. να προσφέρουν, δηλαδή, την πλήρη γκάμα ασφαλιστικών προϊόντων Ζωής και Υγείας και μάλιστα χωρίς σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ τους. Επιπλέον, πίστευα ότι αυτό δεν θα οδηγούσε στη μείωση του μεγάλου αριθμού (σχετικά με το μέγεθος της αγοράς) ασφαλιστικών εταιρειών ή στη συγκέντρωση άνω του 75% της αγοράς σε έναν μικρό αριθμό ασφαλιστικών εταιρειών.

Πεποίθησή μου ήταν ότι, μέσω της εξειδίκευσης, οι εταιρείες θα εξελίσσονταν σε επίπεδο αντίστοιχο των ώριμων ευρωπαϊκών αγορών, με τη χρήση της απαραίτητης εξειδικευμένης τεχνογνωσίας στο underwriting, τις διαδικασίες διαχείρισης, καθώς και τη δημιουργία επεξεργάσιμων βάσεων δεδομένων, που θα επέτρεπαν στην αγορά να ανέβει στα επόμενα επίπεδα ωρίμανσης. Πίστευα, τέλος, ότι δεν θα είχαμε πλέον άλλες περιπτώσεις πτώχευσης ασφαλιστικών εταιρειών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αξιοπιστία της αγοράς, την απώλεια θέσεων εργασίας των εργαζομένων, αλλά και τα προβλήματα που μια τέτοια κατάσταση δημιουργεί στους ασφαλισμένους.

Σήμερα, που μάλλον δεν επαληθεύτηκαν όσα προβλέπατε τότε, τι πιστεύετε ότι έφταιξε; Ποια απ’ όσα έγιναν ή δεν έγιναν στην αγορά μας, στη διάρκεια αυτών των 22 ετών, συνετέλεσαν σε αυτό το αποτέλεσμα;

Μ.Α.: Πράγματι, δεν επαληθεύτηκαν οι προβλέψεις και οι προσδοκίες μου για το πώς θα εξελισσόταν η ασφαλιστική αγορά Ζωής και Υγείας στη χώρα μας. Αποτύχαμε έως σήμερα να αυξήσουμε την ασφαλιστική συνείδηση της κοινωνίας και είναι αισθητή η απουσία της απαραίτητης συνεργασίας της Πολιτείας, που θα επέτρεπε τη δημιουργία μιας θετικότερης προοπτικής και εικόνας της ασφαλιστικής αγοράς.

Το ότι δεν επαληθεύτηκαν οι προσδοκίες μας θα το απέδιδα σε μια σειρά από λόγους, μεταξύ των οποίων και οι παρακάτω:

Πρώτον, η κρίση χρέους της χώρας σύντομα ανέκοψε την αναπτυξιακή πορεία της ιδιωτικής ασφαλιστικής αγοράς Ζωής. Όπως όλοι γνωρίζουν, η ασφάλιση Ζωής είναι από τα πρώτα θύματα, όταν έχουμε μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος, και αυτό διατήρησε τη συμμετοχή της ασφαλιστικής αγοράς στο ΑΕΠ σε χαμηλά επίπεδα.

Η αντασφάλιση, όταν εφαρμόζεται σωστά ως εργαλείο διαχείρισης του κινδύνου, όχι μόνο δεν επιβαρύνει, αλλά ελαφρύνει το κόστος ασφάλισης διαχρονικά, και αυτό δεν έχει αλλάξει.

Δεύτερον, η άνθιση του Bancassurance, που συνέβαλε ουσιαστικά στην ανάπτυξη του κλάδου Ζωής πριν την κρίση χρέους της χώρας, έχασε τη δυναμική της, αφού μειώθηκαν δραστικά οι εκταμιεύσεις νέων δανείων. Έτσι, το Bancassurance περιορίστηκε στη συνέχεια κυρίως στην πώληση επενδυτικών προϊόντων, προϊόντων υγείας (με την ευρύτερη έννοια) και άλλων παραδοσιακών ασφαλιστικών προϊόντων.

Τρίτον, στον κλάδο Υγείας υπάρχουν προβλήματα στα προϊόντα και στη διαχείρισή τους, γεγονός που δεν έχει επιτρέψει την ουσιαστική ανάπτυξή του, παρότι είδαμε ότι σε όλη τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης αποτέλεσε τη μοναδική εξαίρεση, συνεχίζοντας να κινείται ανοδικά.

Τέταρτον, οι εταιρείες δεν εξειδικεύθηκαν, αφού ακόμα και σήμερα όλες δραστηριοποιούνται σε όλους τους κλάδους, προσφέροντας προϊόντα Ζωής και Υγείας συνήθως με μικρή ουσιαστική διαφοροποίηση.

Πέμπτον, ο αριθμός των εταιρειών συρρικνώθηκε, μέσω εξαγορών, συγχωνεύσεων αλλά και πτωχεύσεων ασφαλιστικών εταιρειών.

Τέλος, η ασφαλιστική αγορά έχει υψηλό βαθμό συγκέντρωσης και ελέγχεται πλέον από εταιρείες μη-ελληνικών μετοχικών συμφερόντων και, κυρίως, μεγάλων ευρωπαϊκών ασφαλιστικών ομίλων.

Με δεδομένα όλα αυτά που μόλις επισημάνατε, ποια θα μπορούσε να είναι η εξέλιξη της αγοράς μας από εδώ και στο εξής;

Μ.Α.: Ως φύσει αισιόδοξο άτομο, βλέπω ότι η ασφαλιστική μας αγορά διατηρεί τη δυναμική να καλύψει τελικά την καθυστέρηση στον δρόμο της προς την ωρίμανση, την εξειδίκευση, την αποτελεσματικότητα, την αγαστή συνεργασία με την Πολιτεία.

Πιστεύω ότι η ασφαλιστική αγορά στην Ελλάδα θα μπορέσει μέσα στα επόμενα χρόνια:

  • να επενδύσει περαιτέρω στη χρήση σύγχρονων τεχνολογιών αυτοματοποίησης των διαδικασιών που δεν απαιτούν εξειδικευμένη γνώση, μειώνοντας τα λειτουργικά της έξοδα και, άρα, προσφέροντας ανταγωνιστικά προϊόντα.
  • να χτίσει επεξεργάσιμες βάσεις δεδομένων αλλά και να αξιοποιήσει πρόσθετες βάσεις δεδομένων, στρέφοντας την προσοχή της στα οφέλη της ψηφιοποίησης των δεδομένων με τα κατάλληλα εργαλεία.
  • να πειραματιστεί αρχικά και τελικά να κάνει χρήση εργαλείων τεχνητής νοημοσύνης σε διάφορες λειτουργίες/εργασίες, όπως είναι η εξυπηρέτηση πελατών, η παροχή πληροφοριών, η ανάλυση και αξιοποίηση βάσεων δεδομένων (data analytics), η δημιουργία περιεχομένου/παρουσιάσεων κ.λπ..
  • να συνεργαστεί καλύτερα και αποτελεσματικότερα με την Πολιτεία, ώστε να είναι πραγματικά συμπληρωματική η λειτουργία της δημόσιας με την ιδιωτική ασφάλιση, κυρίως στον χώρο των συντάξεων και της υγείας.
  • να υποδεχτεί “disruptors” που θα επιφέρουν σημαντικές αλλαγές στη λειτουργία της και καινοτόμα προϊόντα, τα οποία θα στοχεύουν στις νέες γενιές και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν, υπό το πρίσμα της δικής τους θεώρησης ζωής.

Σήμερα, μεσίτες αντασφάλισης εμπλέκονται ακόμη και στην παροχή εξειδικευμένων εργαλείων, μέσω στρατηγικών συνεργασιών, για την αυτοματοποίηση και ψηφιοποίηση της ανάληψης κινδύνων, των αποζημιώσεων και άλλων διαδικασιών, προκειμένου οι ασφαλιστικές εταιρείες να μπορέσουν να συγκρίνουν όλες τις διαθέσιμες επιλογές και να πάρουν τις βέλτιστες αποφάσεις για την κάλυψη των αναγκών και συμφερόντων τους.

Δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε, βέβαια, ότι θα χρειαστεί να δώσει μια τεράστια μάχη με εταιρείες εκτός ασφαλιστικού χώρου, οι οποίες θα προσπαθήσουν να κυριαρχήσουν στην ασφαλιστική αγορά, αξιοποιώντας βάσεις δεδομένων για τον σχεδιασμό ασφαλιστικών προϊόντων που θα απευθύνονται στις νέες γενιές, τις οποίες δεν είναι εύκολο να προσεγγίσει η παραδοσιακή ασφαλιστική αγορά με τις σημερινές της πρακτικές –και δεν τολμώ, φυσικά, να κάνω πρόβλεψη για τον νικητή αυτής της μάχης (π.χ. Google, Meta)!

Όλα τα παραπάνω, λοιπόν, άλλα περισσότερο άλλα λιγότερο, ευελπιστώ ότι θα οδηγήσουν τελικά στην αύξηση της συμμετοχής της ασφαλιστικής αγοράς στο ΑΕΠ.

Η σχέση ασφαλιστή – αντασφαλιστή, παρότι έχει διαφοροποιηθεί σε σχέση με το παρελθόν, παραμένει καθοριστική για την ανάπτυξη του ασφαλιστή. Ποιες είναι οι σημαντικότερες αλλαγές που έχετε καταγράψει στην πάροδο αυτών των χρόνων;

Μ.Α.: Είναι γεγονός ότι οι αντασφαλιστές, διεθνώς και διαχρονικά, επενδύουν σε συνεργασίες με ασφαλιστικές εταιρείες από τις οποίες περιμένουν τη μέγιστη αποτελεσματικότητα των προσπαθειών τους και απόδοση των κεφαλαίων που χρησιμοποιούν. Έτσι, σήμερα, θα έλεγα ότι για τους κλάδους Ζωής και Υγείας η ελληνική αγορά είναι λιγότερο ελκυστική στους αντασφαλιστές, απ’ ό,τι πριν από 20 χρόνια. Σημαντικό ρόλο σε αυτό παίζει η υψηλή συγκέντρωση μεριδίων από μεγάλους ευρωπαϊκούς ομίλους και, άρα, το μικρότερο αντικείμενο για τους αντασφαλιστές.

Παλαιότερα, οι προσωπικές σχέσεις μπορούσαν να παίξουν σημαντικό ρόλο στις συνεργασίες. Σήμερα, μιλάμε πλέον για σχέσεις που καθορίζονται, κυρίως, από τα μοντέλα κοστολόγησης και απόδοσης κεφαλαίων που χρησιμοποιούνται.

Στο παρελθόν, η φερεγγυότητα του αντασφαλιστή προβαλλόταν προς ενίσχυση της εικόνας φερεγγυότητας του Ασφαλιστή. Με την έλευση του Solvency ΙΙ αυτό διαφοροποιήθηκε και πλέον επιβάλλεται και θεσμικά.

Κάτι ακόμα που έχει διαφοροποιηθεί τα τελευταία χρόνια είναι ο τρόπος με τον οποίο οι αντασφαλιστές συνέβαλαν στην επιμόρφωση της ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς. Στο παρελθόν, οι ασφαλιστικές εταιρείες επωφελούνταν σημαντικά από τα διά ζώσης και δωρεάν εκπαιδευτικά σεμινάρια UW και αποζημιώσεων, που διοργάνωναν τότε στην Ελλάδα οι αντασφαλιστές, όπως και από τα εγχειρίδια UW και αποζημιώσεων σε έντυπη μορφή ή πρώιμη ηλεκτρονική μορφή (CD), που μοίραζαν επίσης δωρεάν, ενδυναμώνοντας έτσι την τεχνογνωσία των στελεχών τους. Τα θυμάμαι με νοσταλγία, καθώς, εκτός από χρήσιμα εργαλεία, κοσμούσαν τις βιβλιοθήκες πολλών γραφείων. Σήμερα, η παροχή αυτών των υπηρεσιών παρέχεται με online εγχειρίδια ή/και πλατφόρμες αυτοματοποίησης, οι οποίες όμως δεν παρέχονται δωρεάν, παρά μόνο σε ήδη μεγάλους πελάτες τους και αντασφαλισμένα χαρτοφυλάκια.

Παρόλη την υποχώρηση σε αυτό το επίπεδο εκπαίδευσης, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε ότι σήμερα οι αντασφαλιστές παραμένουν πάροχοι λύσεων για την αντιμετώπιση των κριτηρίων Solvency, τη μεταφορά τεχνογνωσίας, την παροχή οικονομικής υποστήριξης και υπηρεσιών.

Η αντασφάλιση, όταν εφαρμόζεται σωστά ως εργαλείο διαχείρισης του κινδύνου, όχι μόνο δεν επιβαρύνει, αλλά ελαφρύνει το κόστος ασφάλισης διαχρονικά, και αυτό δεν έχει αλλάξει.

Και ο μεσίτης αντασφάλισης; Πώς εμπλέκεται και διευκολύνει τον ασφαλιστή σε αυτή την εξελισσόμενη σχέση συνεργασίας με τον αντασφαλιστή;

Μ.Α.: Λόγω ακριβώς των παραπάνω σημαντικών αλλαγών που έχουν επέλθει στις σχέσεις μεταξύ ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών εταιρειών, είναι πολύ ουσιαστικός σήμερα ο ρόλος του μεσίτη αντασφάλισης. Είναι αυτός που πληροφορεί σωστά για τα εκάστοτε δεδομένα της αντασφαλιστικής αγοράς και ενδυναμώνει τη διαπραγματευτική θέση των ασφαλιστικών εταιρειών απέναντι στους αντασφαλιστές.

Μάλιστα, σήμερα, μεσίτες αντασφάλισης εμπλέκονται ακόμη και στην παροχή εξειδικευμένων εργαλείων, μέσω στρατηγικών συνεργασιών, για την αυτοματοποίηση και ψηφιοποίηση της ανάληψης κινδύνων, των αποζημιώσεων και άλλων διαδικασιών, προκειμένου οι ασφαλιστικές εταιρείες να μπορέσουν να συγκρίνουν όλες τις διαθέσιμες επιλογές και να πάρουν τις βέλτιστες αποφάσεις για την κάλυψη των αναγκών και συμφερόντων τους.

Εμείς, στην Carpenter Turner, παρέχουμε τέτοιες υπηρεσίες στους πελάτες μας, από την ίδρυση της εταιρείας με επιτυχία, συμπεριλαμβανομένων των εργαλείων αυτοματοποίησης.


Ακολουθήστε την ασφαλιστική αγορά στο Google News

Εγγραφείτε στο NewsLetter μας