Ο κ. Παναγιώτης Στρατής, Οικονομολόγος, Μέτοχος του Γραφείου Πραγματογνωμόνων «Πασκάλ & Στρατής Α.Ε.», εξηγεί τον ρόλο του Πραγματογνώμονα στη διερεύνηση της Ασφαλιστικής Απάτης μετά τις νομοθετικές ρυθμίσεις των τελευταίων ετών.

Mε τον όρο «Ασφαλιστική Απάτη» αποτυπώνεται κάθε συνειδητή, δόλια, ψευδής και εκ προθέσεως ενέργεια με την οποία ένα φυσικό πρόσωπο ή μία οντότητα αποβλέπει και αποσκοπεί σε παράνομη ωφέλεια από ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Η Ασφαλιστική Απάτη είναι ένα πολύ σημαντικό διαχρονικό πρόβλημα, που απασχολεί την Ελληνική και την Παγκόσμια Ασφαλιστική Αγορά.

Σύμφωνα με την Αμερικανική Ένωση Πιστοποιημένων Εξεταστών Απάτης, στις κοινές μορφές απάτης, η Ασφαλιστική Απάτη είναι η δεύτερη μετά τη φορολογική.

Για την Ασφαλιστική Απάτη έχουν δημοσιευτεί άρθρα, μελέτες και στατιστικά δεδομένα, αναλύοντας μεταξύ άλλων:

Τους παράγοντες που διευκολύνουν ή συμβάλλουν στη διάπραξή της, όπως:

  • Η οικονομική κρίση και οι συνέπειες αυτής σε φυσικά πρόσωπα και οντότητες.
  • Η χαλάρωση των ηθών.
  • Η μη άσκηση δίωξης από τις Ασφαλιστικές Εταιρείες κατά του ασφαλισμένου που διέπραξε Ασφαλιστική Απάτη (περιπτώσεις συμβιβασμού)
  • Το αίσθημα της ανταποδοτικότητας (αφού πληρώνω θα πρέπει να εισπράξω).

Τους τρόπους και ενέργειες διάπραξης της Ασφαλιστικής Απάτης, όπως:

  • Οι ψευδείς/ανακριβείς δηλώσεις στην πρόταση Ασφάλισης και ιδιαίτερα αυτές που αφορούν στο ιστορικό του προς ασφάλιση κινδύνου.
  • Η δήλωση του συμβάντος, το οποίο όμως είχε επέλθει πριν τη σύναψη της ασφάλισης.
  • Η δήλωση επέλευσης ασφαλιστικού κινδύνου χωρίς στην πραγματικότητα να έχει συμβεί αυτό.
  • Η υπερβολική αύξηση της απαίτησης έναντι της πραγματικής ζημίας, με προσκόμιση πλαστών ή εικονικών παραστατικών στοιχείων επαλήθευσης (ανάλογα με τον χρόνο έκδοσης των στοιχείων αυτών πιθανολογείται διάπραξη ή εκμετάλλευση του συμβάντος).

Τις ενδείξεις Ασφαλιστικής Απάτης, όπως:

  • Ο χρόνος έκδοσης του ασφαλιστηρίου συμβολαίου σε συνδυασμό με την ασφαλιστική συνείδηση του ασφαλισμένου.
  • Η ύπαρξη πολλαπλής Ασφάλισης με συνολικά κεφάλαια πολύ μεγαλύτερα των πραγματικών.
  • Η προσκόμιση φωτογραφιών και αναλυτικής κατάστασης ασφαλισμένων αντικειμένων κατά τη σύναψη της ασφάλισης, χωρίς αυτό να αποτελεί προϋπόθεση του ασφαλιστηρίου συμβολαίου ή απαίτηση από την ασφαλιστική εταιρεία.
  • Η αλλαγή ασφαλιστικής εταιρείας κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής κάλυψης με παράλληλη αύξηση των ασφαλιζομένων κεφαλαίων.
  • Οι γνώσεις του ασφαλισμένου σχετικά με τις διαδικασίες αποζημίωσης, που παραπέμπουν σε εμπειρία από το παρελθόν, από συμβάν ή συμβάντα που δεν έχουν δηλωθεί στην ασφαλιστική εταιρεία.
  • Οι πιέσεις του ασφαλισμένου για συντόμευση των διαδικασιών καταβολής αποζημίωσης, με απώτερο στόχο τον περιορισμό του χρόνου έρευνας του συμβάντος.

Πολλά ακόμη θα ήταν δυνατόν να αναφερθούν σε σχέση με το προφίλ του δράστη της Ασφαλιστικής Απάτης, αλλά και όσον αφορά τα μέτρα προστασίας έναντι αυτής. Ως προς το τελευταίο, δηλαδή τα μέτρα προστασίας έναντι της Ασφαλιστικής Απάτης αλλά και τις εν γένει έρευνες εντοπισμού των περιπτώσεων ύπαρξης Ασφαλιστικής Απάτης, δεν βοηθούν οι νομοθετικές ρυθμίσεις των τελευταίων χρόνων σχετιζόμενες με:

  • Την ποινική αντιμετώπιση της Ασφαλιστικής Απάτης.
  • Τη συμμόρφωση του πραγματογνώμονα στο νέο δίκαιο της προστασίας των προσωπικών δεδομένων.
  • Την εφαρμογή των Ελληνικών Λογιστικών Προτύπων (Ε.Λ.Π).

Η ποινική αντιμετώπιση της Ασφαλιστικής Απάτης

Σε ό,τι αφορά την ποινική αντιμετώπιση της «ασφαλιστικής απάτης», σημειώνεται ότι το άρθρο 388 του καταργημένου Ποινικού Κώδικα θέσπιζε το αυτοτελές έγκλημα της «απάτης σχετικής με τις ασφάλειες».

Οι διατάξεις του άρθρου αυτού είχαν ως εξής:

«1. Όποιος, με τον σκοπό να εισπράξει ο ίδιος ή κάποιος άλλος το ποσό για το οποίο έχει ασφαλιστεί ένα αντικείμενο κινητό ή ακίνητο, επιφέρει την πραγμάτωση του κινδύνου για τον οποίο έχει γίνει η ασφάλιση, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών.
2. Στην ίδια ποινή υπόκειται όποιος για τον παραπάνω σκοπό προξενεί στον εαυτό του σωματική βλάβη ή επιτείνει τις συνέπειες σωματικής βλάβης που επήλθε από ατύχημα».

Η ιδιαιτερότητα του εγκλήματος της «ασφαλιστικής απάτης», όπως θεσπιζόταν με το άρθρο 388 ΠΚ, ήταν ότι η πράξη θεωρούνταν τετελεσμένη με μόνη την πραγμάτωση του ασφαλιστικού κινδύνου, χωρίς να απαιτείται και η πραγμάτωση κάποιας περιουσιακής βλάβης του ασφαλιστή. Γι’ αυτό, όπως γινόταν δεκτό νομολογιακά, η «απάτη σχετική με τις ασφάλειες» ήταν στην πραγματικότητα μια επικίνδυνη προπαρασκευαστική πράξη απάτης, την οποία ο Νόμος τιμωρούσε ως αυτοτελές έγκλημα.

Το έγκλημα αυτό στρεφόταν κατά του εννόμου αγαθού της ασφαλιστικής πίστεως, το οποίο δεν ταυτίζεται με αυτό της περιουσίας. Ωστόσο, η διάταξη του άρθρου 388 του προϊσχύσαντος ΠΚ καταργήθηκε από 1.7.2019 (Ν. 4619/2019, ΦΕΚ Α΄ 95).
Συνεπώς, σήμερα δεν υφίσταται πια αυτό το ιδιαίτερο, αυτοτελές έγκλημα, της «απάτης σχετικής με τις ασφάλειες»,
αλλά έχουν διατηρηθεί μόνο οι υπόλοιπες διατάξεις για την απάτη ως έγκλημα κατά της περιουσίας (άρθρα 386 επ. νέου Ποινικού Κώδικα), το οποίο ασφαλώς μπορεί να τελείται και σε βάρος Ασφαλιστή, υπό τις προϋποθέσεις όμως που θέτει ο Νόμος, δηλαδή τα άρθρα 386 επ. ΠΚ και όχι πια υπό τις προϋποθέσεις που έθετε το πρώην άρθρο 388 του προϊσχύσαντος ΠΚ.

Η συμμόρφωση του πραγματογνώμονα στο νέο δίκαιο της προστασίας των προσωπικών δεδομένων

Ένα επιπλέον ζήτημα που συνδέεται με τη μέθοδο και την αποτελεσματικότητα της έρευνας του πραγματογνώμονα, ιδίως ενόψει της πρόληψης της «ασφαλιστικής» απάτης, είναι η προστασία των προσωπικών δεδομένων.

Το νέο δίκαιο της προστασίας των προσωπικών δεδομένων απαρτίζεται από τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, γνωστό ως «GDPR» (Καν. 2016/679 ΕΕ), και τον πρόσφατο ελληνικό Ν. 4624/2019 (ΦΕΚ Α΄ 137).

Η συμμόρφωση του πραγματογνώμονα με τις παραπάνω διατάξεις δημιουργεί πρόσθετα βάρη, με την έννοια ότι η διεξαγωγή των ερευνών, η παροχή της κατάλληλης ενημέρωσης στις Ασφαλιστικές Εταιρείες και γενικά η εκ μέρους του πραγματογνώμονα παροχή των υπηρεσιών του και η διεκπεραίωση των εντολών που λαμβάνει, στο πλαίσιο των σχετικών συμβάσεών του με τις Ασφαλιστικές Εταιρείες, ναι μεν δεν «απαγορεύεται» ούτε «εμποδίζεται» τυπικά σε καμία περίπτωση, αλλά ουσιαστικά έχει τεθεί υπό νέες, αυστηρές προϋποθέσεις.

Με άλλα λόγια, ο πραγματογνώμονας πρέπει να πληροί συγκεκριμένες προϋποθέσεις, συμμορφούμενος πλήρως με τις εντολές – επιταγές και απαγορεύσεις της νομοθεσίας, προκειμένου να επιτελεί το έργο του με ασφάλεια και αποτελεσματικότητα, χωρίς πιθανές επιπλοκές, σε ό,τι αφορά τα προσωπικά δεδομένα. Εδώ, όμως, ανακύπτει μία περαιτέρω συνέπεια των παραπάνω, που τόσο η πείρα όσο και η καθημερινή πρακτική φέρνουν διαρκώς στην επιφάνεια. Δεν είναι μόνο ο πραγματογνώμονας που πρέπει να είναι «συμμορφωμένος» (ορθότερα, όπως ενημερώνουν οι ειδικοί στον κλάδο: «συμμορφούμενος») με τις διατάξεις για την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Είναι και η ίδια η Ασφαλιστική Εταιρεία που πρέπει, επίσης, να τηρεί πλήρως τον Νόμο.

Οποιαδήποτε έλλειψη είτε από τη μια πλευρά είτε από την άλλη είτε και στις δύο πλευρές, μπορεί να δημιουργήσει αρνητικές συνέπειες που συνδέονται όχι με το ζήτημα της ασφαλιστικής απάτης καθαυτό αλλά με τη νομοθεσία για τα προσωπικά δεδομένα. Αυτές ακριβώς οι πιθανές αρνητικές συνέπειες ενδέχεται σε κάποιες περιπτώσεις να παρακωλύσουν το έργο του πραγματογνώμονα (για λόγους που αφορούν τον ίδιο ή την Ασφαλιστική Εταιρεία ή και τους δύο) και να καταστήσουν δυσχερή ή αδύνατη την πρόληψη της «ασφαλιστικής» απάτης.

Συνεπώς, η νομοθεσία για τα προσωπικά δεδομένα επιβάλλει την τήρηση συγκεκριμένων κανόνων και διαδικασιών και προϋποθέτει, σε ό,τι αφορά και το εδώ εξεταζόμενο ζήτημα, να είναι και ο πραγματογνώμονας και η Ασφαλιστική Εταιρεία πλήρως συμμορφωμένοι με τις διατάξεις της, τόσο καθένα μέρος ξεχωριστά όσο και στη μεταξύ τους σχέση. Δεν πρέπει να αυταπατόμαστε: στο ζήτημα αυτό ο Νόμος δεν θα αλλάξει, ακόμα και αν δυσχεραίνεται η έρευνα για την «ασφαλιστική» απάτη. Εμείς πρέπει να αλλάξουμε και να κάνουμε (διαρκώς) πράξη αυτό που απαιτεί από εμάς ο Νόμος.

Η εφαρμογή των Ελληνικών Λογιστικών Προτύπων (Ε.Λ.Π).

Με τον Ν.4308/24.11.2014 τέθηκαν σε εφαρμογή από 01.01.2015 τα Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα που αντικατέστησαν τις προηγούμενες εφαρμογές των Κ.Β.Σ. και Κ.Φ.Α.Σ.

Η εφαρμογή των Ε.Λ.Π. έφερε ανατροπές στην παραδοσιακή λογιστική και δυσκολίες ελέγχου και εκτίμησης ζημιών, λόγω έλλειψης επαρκών δεδομένων.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι διαχρονικά από το έτος 1976, που για πρώτη φορά άρχισα να ασχολούμαι, παράλληλα αρχικά με το τότε λογιστικό μου επάγγελμα, με τον έλεγχο και εκτίμηση των ζημιών ασφαλιστικών κινδύνων, δεν έπαψα να επισημαίνω τη μεγάλη σημασία που έχουν τα δεδομένα που προκύπτουν από τον έλεγχο των τηρούμενων από τις επιχειρήσεις λογιστικών βιβλίων και στοιχείων, για την εκτίμηση των υποβληθεισών απαιτήσεων ζημιών τους, αλλά και για την έρευνα συνθηκών του ασφαλιστικού συμβάντος.

Ποτέ δεν συμφωνούσα με την άποψη όσων υποστηρίζουν ότι κατά τον έλεγχο εκτίμησης των ζημιών περιουσίας δεν πρέπει ο πραγματογνώμονας να επικεντρώνεται στα δεδομένα των τηρούμενων από τις επιχειρήσεις λογιστικών βιβλίων και στοιχείων, διότι αυτά τα δεδομένα, έπειτα από επεμβάσεις των υπευθύνων της επιχείρησης, δεν αποτυπώνουν την πραγματικότητα.

Μα αυτό είναι και το ζητούμενο, δηλαδή η διερεύνηση μέσω εξειδικευμένου και ειδικού ελέγχου (από τον πραγματογνώμονα) των δεδομένων που προκύπτουν από τα τηρούμενα λογιστικά βιβλία και στοιχεία μιας επιχείρησης.

Η απόδειξη, από πλευράς πραγματογνώμονα, του αναληθούς των δεδομένων που επικαλείται η επιχείρηση για την υποστήριξη της απαίτησής της οδηγεί, αν όχι σε ολική απόρριψή της, τουλάχιστον σε περιορισμό της, με επίκληση σταθερών επιχειρημάτων και δομημένων συλλογισμών, που προκύπτουν από τα προσκομιζόμενα ή τηρούμενα από την ίδια την επιχείρηση λογιστικά στοιχεία.

Αλλά και η τεκμηρίωση της σκοπούμενης ενέργειας ως προς τις συνθήκες του συμβάντος και κυρίως η απόδειξη ασφαλιστικής απάτης των υποθέσεων που έλαβαν δημοσιότητα τις τελευταίες δεκαετίες, στηρίχθηκαν στα προκύπτοντα από τα τηρούμενα λογιστικά βιβλία και στοιχεία δεδομένα (πλαστά ή ανύπαρκτα στοιχεία διακινήσεων, εικονικές εγγραφές, καταχωρήσεις ανύπαρκτων αποθεμάτων, κ.λπ.).

Επανερχόμενος στο θέμα μας, παραθέτω στη συνέχεια τα κυριότερα αρνητικά στοιχεία που προκύπτουν από την εφαρμογή των Ε.Λ.Π. σε σχέση με τον έλεγχο ζημιών τους.

Αρνητικά στοιχεία:

  • Κατάργηση θεώρησης βιβλίων και στοιχείων
  • Κατάργηση της υποχρεωτικής χρήσης φορολογικών μηχανισμών
  • Κατάργηση του βιβλίου αποθήκης
  • Καταχώρηση απογραφής σε αθεώρητο βιβλίο
  • Κατάργηση ορισμένου τρόπου τήρησης των λογιστικών βιβλίων
  • Το δελτίο αποστολής δεν αποτελεί το μοναδικό συνοδευτικό έγγραφο
  • Το τιμολόγιο εκδίδεται το αργότερο μέχρι την 15η ημέρα του επόμενου μήνα
  • Κάθε έγγραφο με πληροφορίες τιμολογίου θεωρείται τιμολόγιο
  • Δεν απαιτείται έκδοση παραστατικού διακίνησης κατεστραμμένων ειδών, ειδών προς απόρριψη και παγίων μη προορισμένων προς πώληση.

Κατά την άποψή μου, η εκ των προτέρων εξάλειψη της Ασφαλιστικής Απάτης είναι ανέφικτη, διότι κατά βάση είναι ηθικός κίνδυνος και ο ηθικός κίνδυνος δεν μπορεί να ελεγχθεί πλήρως. Όμως, οι εντατικοί και στοχευμένοι έλεγχοι από πλευράς πραγματογνωμόνων και η οργάνωση μηχανισμών προστασίας κατά της Ασφαλιστικής Απάτης από πλευράς Ασφαλιστικών Εταιρειών τουλάχιστον θα περιορίσουν τον κίνδυνο αυτό, που αποτελεί μάστιγα για την Ασφαλιστική Αγορά.

Προηγούμενο άρθροΓιώργος Γεωργακόπουλος: H συγκυρία προσφέρει νέες ευκαιρίες για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες της CNP Ζωής
Επόμενο άρθρο«εξασφαλίζω συστηματική επένδυση» από την Eurolife FFH και την Eurobank Asset Management ΑΕΔΑΚ