Μελέτες

Επισκόπηση της ασφαλιστικής αγοράς από την Τράπεζα της Ελλάδος

Στην Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2017-2018, που υποβλήθηκε σήμερα, 2 Ιουλίου, στον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων και το Υπουργικό Συμβούλιο, γίνεται εκτενής αναφορά στην αγορά ιδιωτικής ασφάλισης: βασικά μεγέθη, εξελίξεις κανονιστικού/θεσμικού πλαισίου, εποπτικές δράσεις και εποπτικά μέτρα.

Σύμφωνα με όσα αναφέρει η ΤτΕ, τα επιλέξιμα κεφάλαια της ασφαλιστικής αγοράς σε ποσοστό 95% ταξινομούνται στην υψηλότερη κατηγορία ποιότητας (Κατηγορία 1).

6.1 ΒΑΣΙΚΑ ΜΕΓΕΘΗ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ

Σύμφωνα με στοιχεία για τις 31.12.2017, στην ελληνική αγορά ιδιωτικής ασφάλισης δραστηριοποιούνται 42 ασφαλιστικές επιχειρήσεις25, έναντι 45 το 201626, οι οποίες κατηγοριοποιούνται βάσει της άδειας λειτουργίας και των ασφαλιστικών εργασιών τους ως εξής:

  • 3 επιχειρήσεις ασφαλίσεων ζωής
  • 22 επιχειρήσεις ασφαλίσεων κατά ζημιών
  • 17 επιχειρήσεις που ασκούν ταυτόχρονα δραστηριότητες ασφαλίσεων ζωής και κατά ζημιών (συμπεριλαμβάνονται επιχειρήσεις που, εκ των ασφαλίσεων κατά ζημιών, ασκούν αποκλειστικά αυτές του κλάδου 1 “Ατυχήματα” και 2 “Ασθένειες”).

Εκ των 42 ασφαλιστικών επιχειρήσεων, οι 39 υπόκεινται στις διατάξεις της Φερεγγυότητας ΙΙ, ενώ οι 3 εξαιρούνται λόγω μεγέθους από την εφαρμογή πλήθους απαιτήσεων που αφορούν και στους τρεις βασικούς πυλώνες της Φερεγγυότητας ΙΙ27.

Έχει επίσης επιτραπεί σε 4 ασφαλιστικές επιχειρήσεις να εφαρμόζουν τα μεταβατικά μέτρα του ν. 4364/2016, με σκοπό την ομαλή προσαρμογή τους στις αυξημένες απαιτήσεις για τον υπολογισμό και σχηματισμό τεχνικών προβλέψεων. Οι επιχειρήσεις που εφαρμόζουν μεταβατικά μέτρα υποχρεούνται να γνωστοποιούν την επίπτωση από τη χρήση των μέτρων αυτών στην Έκθεση Φερεγγυότητας και Χρηματοοικονομικής Κατάστασης (SFCR), την οποία δημοσιεύουν σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν. 4364/2016.

Εκ των 3928 ασφαλιστικών επιχειρήσεων που υπόκεινται στις διατάξεις της Φερεγγυότητας ΙΙ, οι 15 ανήκουν σε ασφαλιστικούς ομίλους με έδρα στο εξωτερικό και οι 5 σε ασφαλιστικούς ομίλους με έδρα στην Ελλάδα. Επίσης, 5 ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα στην Ελλάδα δραστηριοποιούνται σε λοιπές χώρες της ΕΕ με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

Δραστηριότητα στην Ελλάδα ασκούν και 183 ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα σε άλλο κράτος-μέλος της ΕΕ29, με καθεστώς είτε ελεύθερης εγκατάστασης (υποκατάστημα) είτε ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, οι οποίες εποπτεύονται, ως προς τη χρηματοοικονομική κατάστασή τους, από τις αρμόδιες εποπτικές αρχές των χωρών καταγωγής τους. Στα τέλη του 2016, η ετήσια παραγωγή τους (εγγεγραμμένα ασφάλιστρα) ανερχόταν σε 548 εκατ. ευρώ ή ποσοστό 13,1% του συνόλου της ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς.

Τα οικονομικά μεγέθη που εκτίθενται στη συνέχεια αφορούν μόνο την εγχώρια ασφαλιστική αγορά των 3830 επιχειρήσεων που υπόκεινται στην κατά Φερεγγυότητα ΙΙ εποπτεία από την Τράπεζα της Ελλάδος.

Η εγχώρια ασφαλιστική αγορά χαρακτηρίζεται από σημαντική συγκέντρωση, ιδιαίτερα στις επιχειρήσεις που ασκούν εργασίες ασφαλίσεων ζωής και επιχειρήσεις που ασκούν ταυτοχρόνως ασφαλίσεις ζωής και κατά ζημιών, καθώς οι 5 μεγαλύτερες εξ αυτών κατέχουν το 79% της αγοράς, σε όρους τεχνικών προβλέψεων. Αντιστοίχως, το μερίδιο αγοράς των 5 μεγαλύτερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στις ασφαλίσεις κατά

ζημιών, σε όρους ακαθάριστων εγγεγραμμένων ασφαλίστρων, ανέρχεται σε 43%.

Η παραγωγή ακαθάριστων εγγεγραμμένων ασφαλίστρων στις ασφαλίσεις ζωής το 2017 ανήλθε σε 1,8 δισεκ. ευρώ, αυξημένη κατά 5,7% από το προηγούμενο έτος.

Ειδικότερα, μικρή ανάκαμψη εμφανίζουν οι ασφαλίσεις ζωής που συνδέονται με επενδύσεις (unit linked), μετά την αρνητική επίδραση της επιβολής περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, με τα σχετικά ακαθάριστα εγγεγραμμένα ασφάλιστρα να αποτελούν το 19% των συνολικών ακαθάριστων εγγεγραμμένων ασφαλίστρων δραστηριοτήτων ζωής, έναντι 17,5% το 2016.

Επίσης, τα ασφάλιστρα των δραστηριοτήτων ασφαλίσεων κατά ζημιών ανήλθαν σε 1,9 δισεκ. ευρώ, με το μεγαλύτερο μέρος αυτών να οφείλεται στις ασφαλίσεις αστικής ευθύνης χερσαίων οχημάτων (41%), ακολουθούμενες από τις ασφαλίσεις πυρός (21%).

Το 2017 οι επισυμβάσες αποζημιώσεις ανήλθαν σε ποσό 0,6 δισεκ. ευρώ και 1,2 δισεκ. Ευρώ, για τις δραστηριότητες ασφαλίσεων ζωής και κατά ζημιών αντίστοιχα.

Το σύνολο του ενεργητικού διαμορφώθηκε σε 16,9 δισεκ. ευρώ στις 31.12.2017, αυξημένο κατά 5,9% έναντι του τέλους 2016. Η ως άνω αύξηση του ενεργητικού προήλθε κυρίως από τις επιχειρήσεις που ασκούν εργασίες ασφαλίσεων ζωής και τις επιχειρήσεις που ασκούν ταυτοχρόνως ασφαλίσεις ζωής και κατά ζημιών (6,6%), ενώ στις επιχειρήσεις που ασκούν αποκλειστικά εργασίες ασφαλίσεων κατά ζημιών το ποσοστό αύξησης ήταν μόνο 1,9%.

Τα 7,6 δισεκ. ευρώ του ενεργητικού ήταν τοποθετημένα σε κρατικά ομόλογα (45%) και 2,3 δισεκ. ευρώ σε εταιρικά ομόλογα (13,5%). Επιπλέον, ποσό 2,4 δισεκ. ευρώ αφορούσε επενδύσεις για ασφαλίσεις τον επενδυτικό κίνδυνο των οποίων φέρουν οι ασφαλισμένοι (unit-linked), εκ των οποίων 69% αμοιβαία κεφάλαια και 18%  χρηματικά διαθέσιμα και καταθέσεις (βλ. Διάγραμμα VI.12).

Αντίστοιχα, οι συνολικές υποχρεώσεις ανήλθαν σε 13,4 δισεκ. ευρώ, με το σύνολο των τεχνικών προβλέψεων να διαμορφώνεται σε 12,2 δισεκ. ευρώ, εκ των οποίων 9,1 δισεκ. ευρώ αφορούσαν ασφαλίσεις δραστηριοτήτων ζωής και 3,1 δισεκ. ευρώ ασφαλίσεις κατά ζημιών (βλ. Διάγραμμα VI.13). Εκ των τεχνικών προβλέψεων ζωής, το 26% αφορούσε ασφαλίσεις ζωής που συνδέονται με επενδύσεις.

Στις ασφαλίσεις κατά ζημιών, ο δείκτης ζημιών της αγοράς στις 31.12.2017 διαμορφώθηκε σε 41% των αντίστοιχων δεδουλευμένων ασφαλίστρων και ο δείκτης εξόδων (διαχείρισης και προμηθειών) σε 48%. Ειδικότερα, στις ασφαλίσεις αστικής ευθύνης από χερσαία οχήματα, ο δείκτης ζημιών της αγοράς ήταν 43% και ο δείκτης εξόδων (διαχείρισης και προμηθειών) 44%, εμφανίζοντας και οι δύο αύξηση σε σύγκριση με το τέλος 2016.

Από άποψη ποιότητας, τα επιλέξιμα κεφάλαια της ασφαλιστικής αγοράς σε ποσοστό 95% ταξινομούνται στην υψηλότερη κατηγορία ποιότητας (Κατηγορία 1). Στις 31.12.2017 η συνολική Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας (SCR) διαμορφώθηκε σε 1,8 δισεκ. ευρώ, με τα συνολικά επιλέξιμα ίδια κεφάλαια να ανέρχονται σε 3,1 δισεκ. ευρώ.

Επιπροσθέτως, η Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση (MCR) στο σύνολο της αγοράς διαμορφώθηκε σε 0,7 δισεκ. ευρώ, με τα αντίστοιχα συνολικά επιλέξιμα ίδια κεφάλαια να ανέρχονται σε 3 δισεκ. ευρώ, ενώ η κατανομή του  δείκτη κάλυψης της ελάχιστης κεφαλαιακής απαίτησης δείχνει ότι ο δείκτης κυμαίνεται σε επίπεδα σημαντικά υψηλότερα του 100%.

Σημειώνεται ότι η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας συνδέεται άμεσα με το προφίλ κινδύνου31 της ασφαλιστικής επιχείρησης και ποσοτικοποιείται με τη χρήση της τυποποιημένης μεθόδου (βλ. Διάγραμμα VI.14) ή εσωτερικού μοντέλου. Με τη χρήση της τυποποιημένης μεθόδου, οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι για τις επιχειρήσεις που ασκούν εργασίες ασφαλίσεων ζωής και των επιχειρήσεων που ασκούν ταυτοχρόνως ασφαλίσεις ζωής και κατά ζημιών είναι ο κίνδυνος αγοράς (46%) και ο ασφαλιστικός κίνδυνος από τις ασφαλίσεις ζωής (36%), με τα οφέλη από τη διαφοροποίηση των κινδύνων32 να είναι σημαντικά (μείωση του συνολικού κινδύνου κατά 44,7%).

 

Ομοίως, το προφίλ κινδύνου διαφοροποιείται μερικώς για τις επιχειρήσεις που ασκούν αποκλειστικά εργασίες ασφαλίσεων κατά ζημιών, καθώς ο ασφαλιστικός κίνδυνος ανέρχεται σε 75% με τον κίνδυνο αγοράς να συμμετέχει κατά 37%. Η διαφοροποίηση των κινδύνων για αυτές τις επιχειρήσεις επιφέρει μείωση του συνολικού κινδύνου κατά 24%, καθώς υπάρχει μικρότερη δυνατότητα ανάληψης ασυσχέτιστων ή/και αρνητικά συσχετιζόμενων  κινδύνων.

Επιπλέον, η Τράπεζα της Ελλάδος εποπτεύει και 3 ασφαλιστικούς ομίλους με μητρική επιχείρηση στην Ελλάδα33. Στους εν λόγω ομίλους περιλαμβάνονται 7 (ασφαλιστικές και μη) επιχειρήσεις με έδρα στην Ελλάδα και 5 με έδρα στην Κύπρο ή τη Ρουμανία. Στις 31.12.2017 το συνολικό ύψος της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας (SCR) των ομίλων αυτών ανήλθε σε 587 εκατ. ευρώ, ενώ τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαιά τους διαμορφώθηκαν σε 1,1 δισεκ. ευρώ.

6.2 ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΟ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΟ/ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Κατά το 2017 ενισχύθηκε περαιτέρω το κανονιστικό πλαίσιο της αγοράς ιδιωτικής ασφάλισης με την έκδοση της Πράξης Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος 120/11.7.201734 για την προληπτική αξιολόγηση της απόκτησης και αύξησης ειδικών συμμετοχών σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. Η απόφαση καθορίζει τις αναγκαίες πληροφορίες και στοιχεία που πρέπει να υποβάλλονται από ιδρυτές ή υποψήφιους  αγοραστές που σκοπεύουν να αποκτήσουν ειδική συμμετοχή ή να αυξήσουν τα ποσοστά που ήδη κατέχουν στο μετοχικό κεφάλαιο ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

Επίσης, η Τράπεζα της Ελλάδος συμμετείχε στις εργασίες της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής για την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2016/97/ΕΕ που αφορά τη διανομή των ασφαλιστικών προϊόντων.

Το 2017 ήταν χρονιά προετοιμασίας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ζωής για την εφαρμογή του ευρωπαϊκού Κανονισμού 1286/2014, εν όψει της από 1.1.2018 ευθείας εφαρμογής του σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ.

Ο εν λόγω κανονισμός αφορά την υποχρέωση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων να παρέχουν, στους ενδιαφερόμενους που επιθυμούν να αγοράσουν ένα ασφαλιστικό προϊόν με επενδυτικά χαρακτηριστικά, έγγραφο με όλες εκείνες τις βασικές πληροφορίες που χρειάζονται για να αποφασίσουν αν θα προβούν στην εν λόγω επένδυση. Προς το σκοπό αυτό, η Τράπεζα της Ελλάδος κατέγραψε τα προϊόντα ζωής που διατίθενται στην ελληνική ασφαλιστική αγορά και παρείχε κατευθύνσεις ως προς την κατάλληλη προετοιμασία της αγοράς.

6.3 ΕΠΟΠΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ

Το 2017 η Τράπεζα της Ελλάδος συνέχισε τις εποπτικές δράσεις, συνδυάζοντας συναντήσεις με διοικητικά στελέχη και τους υπευθύνους των βασικών λειτουργιών (αναλογιστικής, διαχείρισης κινδύνου, κανονιστικής συμμόρφωσης και εσωτερικού ελέγχου) και επιτόπιους ελέγχους στις εποπτευόμενες επιχειρήσεις.

Οι εν λόγω εποπτικές δράσεις ταξινομούνται σε θεματικές ενότητες, οι οποίες καλύπτουν όλο το εύρος των εργασιών των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, στο πλαίσιο των απαιτήσεων των δύο πρώτων πυλώνων της Φερεγγυότητας ΙΙ, δηλαδή των ποσοτικών απαιτήσεων και των απαιτήσεων περί εταιρικής διακυβέρνησης και διαχείρισης κινδύνων.

Πιο συγκεκριμένα:

Στις θεματικές ενότητες του πρώτου πυλώνα της Φερεγγυότητας ΙΙ περιλαμβάνονταν η μεθοδολογία αποτίμησης των τεχνικών προβλέψεων ασφαλίσεως ζωής και κατά ζημιών, η ποιότητα των ιδίων κεφαλαίων, η αποτίμηση των επενδύσεων, ο υπολογισμός της προσαρμογής για τη δυνατότητα της αναβαλλόμενης φορολογίας να απορροφήσει ζημίες. Επίσης, αναφορικά με τον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας, έμφαση δόθηκε στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων οι οποίες πηγάζουν από τα δικαιώματα και τις εγγυήσεις που περιλαμβάνουν τα ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής και δόθηκαν οι ανάλογες συστάσεις.

Ειδικότερα όσον αφορά τις τεχνικές προβλέψεις, όπου κρίθηκε αναγκαίο, η εποπτεία εστίασε σε όλον τον κύκλο των αναλογιστικών εργασιών που απαιτούνται για την παραγωγή των σχετικών προβλέψεων, όπως η ποιότητα των δεδομένων, τα όρια των συμβάσεων, οι χρησιμοποιούμενες αναλογιστικές υποθέσεις και παραδοχές και ο τρόπος εκτίμησής τους, η αποτίμηση των εγγυήσεων και χρηματοοικονομικών δικαιωμάτων που περιλαμβάνονται σε ασφαλιστικές συμβάσεις, καθώς και οι διαδικασίες επικύρωσης.

Σχετικά με την ποιότητα των ιδίων κεφαλαίων, εποπτική έμφαση δόθηκε στα εφαρμοζόμενα κριτήρια επιλεξιμότητας και ταξινόμησής τους, καθώς και στην πραγματική δυνατότητα κάλυψης των ζημιών στις περιπτώσεις που αυτά συνδέονται με τα αντίστοιχα ίδια κεφάλαια θυγατρικών επιχειρήσεων.

Όσον αφορά την αποτίμηση των επενδύσεων, εποπτική έμφαση δόθηκε στα στοιχεία ενεργητικού για τα οποία δεν υπάρχει άμεσα διαθέσιμη τιμή στην αγορά, ειδικότερα δε την αποτίμηση συμμετοχών σε μη εισηγμένες επιχειρήσεις, την αποτίμηση των απαιτήσεων από ασφάλιστρα και την αποτίμηση των ακινήτων.

Όσον αφορά τις θεματικές ενότητες του δεύτερου πυλώνα της Φερεγγυότητας ΙΙ, εποπτική έμφαση δόθηκε στην αξιολόγηση των συστημάτων διαχείρισης κινδύνων και εσωτερικού ελέγχου, στην αξιολόγηση του επιχειρηματικού μοντέλου, στην εφαρμοζόμενη επενδυτική πολιτική, καθώς και στον τρόπο υλοποίησης της διαδικασίας ιδίας αξιολόγησης κινδύνου και φερεγγυότητας.

Ειδικότερα, σε σχέση με το επιχειρηματικό μοντέλο, εποπτική έμφαση δόθηκε στην κατανόηση και την αξιολόγηση των στρατηγικών στόχων των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, καθώς και των στόχων κερδοφορίας που οι ίδιες έχουν θέσει, με έμφαση στους αναληφθέντες κινδύνους, στην αποτύπωσή τους στο επιχειρηματικό πλάνο και στη σύνδεσή τους με τη διαδικασία ιδίας αξιολόγησης κινδύνου και φερεγγυότητας, με σκοπό την αξιολόγηση της τρέχουσας αλλά και της μελλοντικής ικανότητάς τους να επιτυγχάνουν τους τιθέμενους στόχους τους και τη συνεχή συμμόρφωση με τους κανόνες φερεγγυότητας. Η εποπτεία επίσης έδωσε έμφαση στην ικανότητα των επιχειρήσεων να αναγνωρίζουν τους κινδύνους που έχουν αναλάβει ή προτίθενται να αναλάβουν εντός του χρονικού ορίζοντα του επιχειρηματικού πλάνου και να τους ποσοτικοποιούν, να αναγνωρίζουν τυχόν ενδεχόμενα υλοποίησης των κινδύνων αυτών και την επιμέτρηση του αντίκτυπου στην οικονομική θέση τους. Σε περιπτώσεις που οι αναλαμβανόμενοι κίνδυνοι αξιολογήθηκαν ως υπερβολικοί σε σχέση με τη διάθεση των επιχειρήσεων για ανάληψη κινδύνων, τους δόθηκαν συστάσεις περιορισμού συγκεκριμένων κινδύνων ή αλλαγής του αντίστοιχου προφίλ κινδύνου.

Στο πλαίσιο της συνεχούς αξιολόγησης της καταλληλότητας και αξιοπιστίας τόσο των μελών του διοικητικού συμβουλίου όσο και των υπευθύνων των βασικών λειτουργιών, η Τράπεζα της Ελλάδος προέβη σε παρεμβάσεις στις περιπτώσεις όπου κρίθηκε αναγκαία η ενίσχυση της εταιρικής διακυβέρνησης στον τομέα αυτόν.

Αναφορικά με τις θεματικές ενότητες του τρίτου πυλώνα της Φερεγγυότητας ΙΙ, δηλαδή των απαιτήσεων αναφορών και δημοσιοποιήσεων, εποπτική έμφαση δόθηκε στη συνέπεια και στην ποιότητα των στοιχείων και αναφορών που υποβάλλουν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, με σκοπό τόσο την εναρμόνιση των πληροφοριών όσο και την αξιοποίησή τους για τις αναλύσεις στο σύνολο της ασφαλιστικής αγοράς. Περαιτέρω, η Τράπεζα της Ελλάδος συνέχισε την αξιολόγηση της προόδου που έχει γίνει στην προσαρμογή των συστημάτων εταιρικής διακυβέρνησης και πληροφορικής των επιχειρήσεων στις απαιτήσεις του νέου πλαισίου της Φερεγγυότητας ΙΙ και εξέδωσε συγκεκριμένες συστάσεις35.

Επίσης, εξετάστηκαν διάφορα αιτήματα των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και χορηγήθηκαν εγκρίσεις για μεταβίβαση χαρτοφυλακίου στο πλαίσιο του άρθρου 28 του ν. 4364/2016, μία για απόκτηση ειδικής συμμετοχής, μία για συγχώνευση, καθώς και μία για μετατροπή ασφαλιστικής επιχείρησης από θυγατρική ευρωπαϊκού ασφαλιστικού ομίλου σε υποκατάστημα.

Στο πλαίσιο των εποπτικών δραστηριοτήτων της, η Τράπεζα της Ελλάδος παρείχε στην αγορά οδηγίες και διευκρινίσεις για θέματα κοινού ενδιαφέροντος, όπως ο υπολογισμός της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας. Επίσης, διοργάνωσε δύο δημόσιες συζητήσεις με το σύνολο της αγοράς, μία για τη διαδικασία ίδιας αξιολόγησης κινδύνου και φερεγγυότητας και μία, με τη συνδρομή της Ένωσης Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων Ελλάδος, για την προετοιμασία εν όψει του Κανονισμού 1286/2014 αναφορικά με τα έγγραφα βασικών πληροφοριών των επενδυτικών προϊόντων που βασίζονται σε ασφάλιση.

Όσον αφορά τις εποπτικές δράσεις σε ασφαλιστικούς ομίλους, συνεχίστηκε η ενεργός συμμετοχή της Τράπεζας της Ελλάδος στα “κολλέγια εποπτών” των ευρωπαϊκών ασφαλιστικών ομίλων με θυγατρική ασφαλιστική επιχείρηση στην Ελλάδα. Η λειτουργία των κολλεγίων προβλέπεται στο ευρωπαϊκό νομοθετικό πλαίσιο και βασίζεται στις συμφωνίες συνεργασίας που υπογράφονται μεταξύ των ενδιαφερόμενων εποπτικών αρχών.

Στο πλαίσιο αυτό, η Τράπεζα της Ελλάδος συμμετείχε στη συγκέντρωση και ανάλυση πληροφοριών που ανταλλάχθηκαν μεταξύ των αντίστοιχων εποπτικών αρχών του εξωτερικού, στην αξιολόγηση των κινδύνων και στη διαμόρφωση του εποπτικού πλάνου σε επίπεδο ομίλου, το οποίο και έλαβε υπόψη στο σχεδιασμό και την εκτέλεση των δικών της εποπτικών εργασιών.

Επιπροσθέτως, η Τράπεζα της Ελλάδος, ως αρχή εποπτείας δύο ασφαλιστικών ομίλων με έδρα στην Ελλάδα και διασυνοριακές εργασίες, σχεδίασε και ανέπτυξε εποπτικές δράσεις από κοινού με τις άλλες εποπτικές αρχές αναφορικά με την αποτίμηση των τεχνικών προβλέψεων, την αξιολόγηση συγκεκριμένων κινδύνων, όπως ο κίνδυνος αγοράς και ο στρατηγικός κίνδυνος, από τις οποίες διαμορφώθηκε μια κοινή άποψη για το επίπεδο των κινδύνων.

6.4 ΕΠΟΠΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ

Το 2017 η Τράπεζα της Ελλάδος ανακάλεσε την άδεια λειτουργίας δύο ασφαλιστικών επιχειρήσεων, οι οποίες ανήκαν στον ίδιο ασφαλιστικό όμιλο. Στις επιχειρήσεις αυτές είχε διοριστεί ασφαλιστικός διαχειριστής ήδη από το 2016, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4364/2016 για την εξυγίανση και αναδιοργάνωση, ο οποίος ολοκλήρωσε τη μεταβίβαση συγκεκριμένων ασφαλιστικών υποχρεώσεων σε άλλη ασφαλιστική επιχείρηση.

Μια επιπλέον ασφαλιστική επιχείρηση κατά ζημιών τέθηκε το 2017 σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας, η άδειά της ανακλήθηκε το Φεβρουάριο του 2018 και η επιχείρηση τέθηκε σε καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης.


24 Αναλυτικότερα για τους περιορισμούς και γενικότερα για το σχέδιο οδηγιών, βλ. Τράπεζα της Ελλάδος, Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος, Μάιος 2018, Ειδικό θέμα ΙΙ, σελ. 62.

25 Εξαιρουμένων των αλληλασφαλιστικών συνεταιρισμών του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του ν. 4364/2016.

26 Η μείωση του αριθμού των ασφαλιστικών επιχειρήσεων κατά 3 το 2017 οφείλεται στην ανάκληση της άδειας λειτουργίας της International Life Ανώνυμος Εταιρία Γενικών Ασφαλίσεων και της International Life Ανώνυμη Εταιρία Ασφαλίσεων Ζωής και στη διασυνοριακή απορρόφηση της Euler Hermes Hellas ΑΑΕΠ από τη μητρική της.

27 Η Τράπεζα της Ελλάδος, βάσει της αρχής της αναλογικότητας, έχει επιτρέψει σε 3 ασφαλιστικές επιχειρήσεις που πληρούσαν τα απαιτούμενα κριτήρια μεγέθους και εργασιών να εξαιρεθούν από ορισμένες διατάξεις της Φερεγγυότητας ΙΙ σχετικά με τις απαιτήσεις για τη φερεγγυότητα, το σύστημα διακυβέρνησης και τη δημοσιοποίηση εκθέσεων και αναφορών.

28 Στον αριθμό αυτό περιλαμβάνεται και μία ασφαλιστική επιχείρηση, η άδεια της οποίας ανακλήθηκε το Φεβρουάριο του 2018 και η οποία τέθηκε σε καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης.

29 Πηγή: επικαιροποιημένα στοιχεία EIOPA.

30 Δεν περιλαμβάνονται τα στοιχεία μίας ασφαλιστικής επιχείρησης, η άδεια της οποίας ανακλήθηκε το Φεβρουάριο του 2018.

31 Το προφίλ κινδύνου των ασφαλιστικών επιχειρήσεων διαμορφώνεται ανάλογα με τη φύση και την έκταση των κινδύνων που αναλαμβάνουν, καθώς και από τα αποτελέσματα των δραστηριοτήτων τους. Εξαρτάται από την πολιτική ανάληψης των κινδύνων και την εμπορική πολιτική κάθε ασφαλιστικής επιχείρησης.

32 Σύμφωνα με τη μέθοδο υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων που προβλέπεται από τη Φερεγγυότητα ΙΙ, όσο μεγαλύτερη είναι η διαφοροποίηση των δραστηριοτήτων μιας ασφαλιστικής επιχείρησης, τόσο περιορίζεται η συνολική κεφαλαιακή απαίτηση όλων των κινδύνων σε σχέση με το άθροισμα των επιμέρους κεφαλαίων των μεμονωμένων κινδύνων.

33 Ένας όμιλος έχει μόνο εγχώρια δραστηριότητα, σε αντίθεση με τους άλλους δύο, οι οποίοι ασκούν διασυνοριακή δραστηριότητα.

34 Η απόφαση αυτή αποτελεί ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο των αντίστοιχων κατευθυντήριων γραμμών (JC/GL/2016/01) της Μικτής Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών (Joint Committee of European Supervisory Authorities).

35 Οι συστάσεις προς τις επιχειρήσεις αφορούσαν την αξιοπιστία της λειτουργίας των υποστηρικτικών συστημάτων της Φερεγγυότητας II, τη λεπτομερή τεκμηρίωση των συστημάτων αυτών και των σχετικών διαδικασιών, το επίπεδο αυτοματοποίησης των υπολογισμών που απαιτούνται υπό το νέο θεσμικό πλαίσιο, τη διαχείριση και ποιότητα των δεδομένων, τον εκσυγχρονισμό των συστημάτων, τις συμβάσεις εξωπορισμού της μηχανογραφικής υποστήριξης των επιχειρήσεων και παραγωγής εποπτικών δεδομένων, την ιχνηλασιμότητα και τον έλεγχο των δεδομένων και των υπολογισμών.

Εγγραφείτε στο NewsLetter μας