Άρθρα

Ασφαλιστική Υποκατάσταση

Από την εκπλήρωση της συμβατικής υποχρέωσης του ασφαλιστή για καταβολή του ασφαλίσματος στον ασφαλισμένο, μετά την επέλευση του ασφαλιστικού γεγονότος, χωρεί υποκατάσταση του ασφαλιστή στα δικαιώματα του ασφαλισμένου κατά του τρίτου, που είναι υπόχρεος προς αποζημίωση. Η υποκατάσταση αυτή χωρεί ανεξαρτήτως του αν έχει υπάρξει δικαστική απόφαση, η οποία να επιδικάζει την αποζημίωση, ή αυτή καταβλήθηκε κατόπιν συμβιβασμού.

Λόγω της ιδιαιτερότητας και του χαρακτήρα της ασφαλιστικής υποκατάστασης, θα πρέπει να εξετάζεται ειδικώς η περίπτωση της παραγραφής της αξίωσης του λήπτη, σύμφωνα με τα οριζόμενα από τον νόμο.

Επί των ζητημάτων αυτών, μεταξύ άλλων, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και η πρόσφατη Απόφαση 39/2023 Α/Π (δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), αποσπάσματα από την οποία παραθέτουμε:

(…) Με τις παραπάνω παραδοχές του το Εφετείο δεν παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 14 παράγραφος 1 του Νόμου 2496/1997 και 914 επόμενα ΑΚ, οι οποίες ήταν εφαρμοστέες κατά τα ανελέγκτως από αυτό δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά και τις οποίες εφάρμοσε, δεχόμενο υποκατάσταση της αναιρεσίβλητης στις αξιώσεις αποζημίωσης, που διατηρούσε η ασφαλισμένη της λόγω των ευθυνόμενων από αδικοπραξία αναιρεσειόντων.

Η σύμβαση εξώδικου συμβιβασμού μεταξύ ασφαλιστή και ασφαλιζόμενου ως προς το ύψος της καταβλητέας ασφαλιστικής αποζημίωσης (ασφαλίσματος), το οποίο και καθορίζει το ποσό που δύναται να αξιώσει ο υποκαθιστάμενος στις αξιώσεις της ασφαλισμένης του ασφαλιστής, ουδόλως αναιρεί την υποκατάστασή του στις προερχόμενες από αδικοπραξία αξιώσεις του ασφαλισμένου έναντι των ευθυνομένων γι’ αυτήν, ούτε αλλοιώνει τις αξιώσεις του υποκαθιστάμενου έναντι του ευθυνόμενου τρίτου, όπως φαίνεται αβασίμως να υπολαμβάνουν οι αναιρεσείοντες, δεδομένου ότι η υποκατάσταση του ασφαλιστή χωρεί, σε κάθε περίπτωση, είτε η αξίωση του ασφαλισμένου έναντι του ασφαλιστή αναγνωρισθεί δικαστικώς, είτε αναγνωρισθεί απευθείας από τον ασφαλιστή, χωρίς να μεσολαβήσει σχετική δίκη, και καταβληθεί ασφάλισμα, είτε το καταβλητέο ασφάλισμα συμφωνηθεί μεταξύ ασφαλισμένου και ασφαλιστή συμβιβαστικώς. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της αίτησης αναίρεσης κατά το πρώτο του σκέλος, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Εφετείο υπέπεσε στην πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, επειδή οι ανωτέρω διατάξεις δεν ήταν εφαρμοστέες στην κρινόμενη περίπτωση λόγω του εξώδικου συμβιβασμού, που έγινε δεκτό ότι συνήφθη μεταξύ της αναιρεσίβλητης και της ασφαλισμένης της, είναι αβάσιμος. (…)

(…) Κατά το άρθρο 10 του Νόμου 2496/1997 οι αξιώσεις που πηγάζουν από την ασφαλιστική σύμβαση παραγράφονται, στις ασφαλίσεις ζημιών μετά από τέσσερα (4) χρόνια και στις ασφαλίσεις προσώπων μετά από πέντε (5) χρόνια, από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκαν, ενώ κατά το άρθρο 14 παράγραφος 5 του ίδιου νόμου, σε περίπτωση υποκατάστασης του ασφαλιστή, η παραγραφή των αξιώσεων του λήπτη της ασφάλισης κατά του τρίτου δεν συμπληρώνεται πριν την παρέλευση έξι (6) μηνών από την υποκατάσταση και εφόσον αυτή έλαβε χώρα πριν από την παραγραφή ή την απόσβεση αυτών των αξιώσεων. Στην υποκατάσταση του ασφαλιστή κατά το προαναφερόμενο άρθρο 14 παράγραφος 1 του Νόμου 2496/1997, που αποτελεί περίπτωση νόμιμης εκχώρησης κατά τα προεκτιθέμενα, η απαίτηση μεταβιβάζεται με όλα τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματά της. Έτσι, ο τρίτος μπορεί να αντιτάξει κατά του ασφαλιστή όλες τις ενστάσεις που είχε κατά του ασφαλισμένου μέχρι την υποκατάσταση, δηλαδή μέχρι την καταβολή του ασφαλίσματος (ΑΠ 848/2002), και ειδικότερα αυτές που βάλλουν κατά της γένεσης και της ύπαρξης της απαίτησης κατά τον χρόνο της υποκατάστασης, όπως και αυτές που του παρέχουν το δικαίωμα να αρνηθεί την παροχή. Μπορεί, επίσης, να αντιτάξει ενστάσεις κατά του κύρους του ασφαλιστηρίου, αφού η ασφαλιστική σύμβαση αποτελεί προϋπόθεση για την υποκατάσταση (ΑΠ 848/2002), καθώς και ενστάσεις που έχει απευθείας ο ίδιος κατά του ασφαλιστή, στηριζόμενες σε γεγονότα που πλήττουν το κύρος της υποκατάστασης και την ενεργητική νομιμοποίησή του ως υποκαθισταμένου ή που έλαβαν χώρα μετά από την υποκατάσταση, όπως την παραγραφή της αξιώσεως του τελευταίου απέναντί του κατ’ άρθρο 14 παράγραφος 5 του ίδιου παραπάνω νόμου. Η παραγραφή, εξάλλου, είναι ο θεσμός του δικαίου, εξαιτίας του οποίου μία αξίωση παραλύει, επειδή ο δικαιούχος της παρέλειψε να την ασκήσει εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος που προβλέπεται στον νόμο. Με τη συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής η αξίωση δεν αποσβήνεται, αλλά εξακολουθεί να εκδηλώνει σημεία ζωής, υφιστάμενη ως φυσική ή ατελής ενοχή (…).

Θεόδωρος Κουτσούμπας, Δικηγόρος – Διδάκτωρ Νομικής, [email protected]
Σε συνεργασία με το περιοδικό ΣΥΝήΓΟΡΟΣ


Ακολουθήστε την ασφαλιστική αγορά στο Google News

Εγγραφείτε στο NewsLetter μας