Άρθρα

Η Ελλάδα μετά την Κρίση

Καραδοκεί και το κακό Σενάριο, αλλά μόνοι μας φτιάχνουμε την τύχη μας, υποστηρίζει ο Γκίκας Χαρδούβελης 

Στο πλαίσιο της σειράς των διακεκριμένων διαλέξεων Distinguished Lectures, που διοργανώνει το ΚΕΠΕ, πραγματοποιήθηκε, στις 12 Σεπτεμβρίου 2013,  η διάλεξη του κ. Γκίκα Χαρδούβελη, Καθηγητή στο Τμήμα Χρηματοοικονομικής και Τραπεζικής Διοικητικής του Πανεπιστημίου Πειραιώς και Οικονομικού Σύμβουλου της Eurobank, με τίτλο «Η Ελλάδα μετά την κρίση». O κ. Χαρδούβελης –κύρια σημεία της ομιλίας του οποίου παραθέτουμε παρακάτω–, χωρίς να αποκλείει και το κακό Σενάριο τονίζει ότι «εμείς και μόνον εμείς είμαστε υπεύθυνοι για την αναδιάρθρωση της οικονομίας και την αναγέννηση της χώρας μας, για το βιοτικό επίπεδο των μελλοντικών γενεών των Ελλήνων».

Το πρόσφατο παρελθόν και η ανάγκη νέου μοντέλου ανάπτυξης

Οι ανισορροπίες δεκαετιών στην Ελλάδα με επιδοτήσεις, υπέρ-κατανάλωση και διαφθορά, όπως αυτές εκδηλώθηκαν με τον εξωτερικό δανεισμό, τα ελλείμματα στο εξωτερικό ισοζύγιο, τα δημοσιονομικά ελλείμματα, καθώς και  το τεράστιο έλλειμμα ανταγωνιστικότητας, έφεραν τη γνωστή μακροχρόνια κρίση των τελευταίων έξι ετών.  

Η πολιτεία αντέδρασε με σχετική καθυστέρηση στην κρίση, καθώς το βάθος των ανισορροπιών έγινε σταδιακά μόνον αντιληπτό και με μικρή υστέρηση. Σωρευτικά, όμως, τα τελευταία τέσσερα χρόνια έχουν γίνει πολλά, ώστε να επουλωθούν οι ανισορροπίες στην ανταγωνιστικότητα, τα δημοσιονομικά ελλείμματα, το χρέος του ασφαλιστικού, την ολιγοπωλιακή διάρθρωση της οικονομίας, κ.ά. Μάλιστα, υπό την οπτική γωνία της προ-κρίσης εποχής και της τότε αντίληψης των Ελλήνων, οι αλλαγές αυτές θα φαίνονταν  επαναστατικές.  Και μάλιστα δεν έχουν ακόμα τελειώσει.

Ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης σταδιακά εδραιώνεται στη χώρα μας, με έμφαση στις εξαγωγές και, μελλοντικά, τις επενδύσεις.  Στο μοντέλο αυτό είναι σημαντικό η κατανάλωση να μειωθεί ως ποσοστό της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας.  Το υψηλό μερίδιο της κατανάλωσης του παρελθόντος, και μάλιστα με εισαγόμενα αγαθά, που ξεπερνούσε κατά πολύ  το αντίστοιχο μερίδιο στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, δεν μπορεί πλέον να υποστηριχτεί.  Ήταν πρόσκαιρο και βασίζονταν σε δανεισμό. Η μείωση, όμως, του μεριδίου της κατανάλωσης είναι αναγκαίο να γίνει, όχι με μείωση του απόλυτου μεγέθους της κατανάλωσης, αλλά με μια πολύ μεγαλύτερη αύξηση των εξαγωγών και των επενδύσεων. Αυτό θα επιτευχθεί αν καταφέρουμε να αυξάνουμε διαρκώς και με γρήγορους ρυθμούς την πελατεία του εξωτερικού για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες μας και αν φτιάξουμε ένα τέτοιο οικονομικό περιβάλλον, στο οποίο να αξίζει να ρισκάρουν διαρκώς  Έλληνες και ξένοι νέες επενδύσεις στη χώρα μας. Με τον τρόπο αυτό, η κατανάλωση στο μέλλον θα μπορεί να αυξάνεται με ρυθμό μικρότερο από αυτόν της αύξησης του συνολικού ΑΕΠ και, έτσι, με μερίδια συνεχώς μειούμενα. Με άλλα λόγια, η κατανάλωση, επειδή και αυτή θα αυξάνεται, δεν θα συμβάλλει αρνητικά στην αύξηση της εγχώριας ζήτησης και θα επιτρέπει στην οικονομία να αναπτύσσεται.

Σήμερα απομένουν πολλά να γίνουν, ώστε να εδραιωθεί μια νέα προοπτική για την οικονομία, την κοινωνία και ιδιαίτερα τους νέους. Από το νέο επιθυμητό μοντέλο ανάπτυξης που αναφέραμε, μόνον οι εξαγωγές αυξάνονται, αλλά και αυτές με ρυθμούς μικρότερους από άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου με αντίστοιχα προβλήματα. Οι επενδύσεις έχουν μια συνεχή πτώση από το 2008, ενώ η κατανάλωση πέφτει, επειδή το διαθέσιμο εισόδημα των Ελλήνων έχει συρρικνωθεί βίαια, τόσο από τη μείωση μισθών, συντάξεων και κερδών όσο και από την ανεργία και την υπέρμετρη φορολογία.

Οι απαιτούμενες ενέργειες για την ανόρθωση της οικονομίας και την επαναφορά υψηλού βιοτικού επιπέδου συνοψίζονται στην απάντηση που θα δώσουμε σε δύο μεγάλα ερωτηματικά.

  • Πρώτον, θα σταματήσει σύντομα η ύφεση;
  • Δεύτερον, μετά την επιθυμητή σταθεροποίηση της οικονομίας, πώς θα μπορέσουμε να επανέλθουμε σε υγιείς και υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, ώστε να αποφύγουμε μια στασιμότητα διαρκείας που παραμονεύει; 

Το σήμερα: Θα σταματήσει η ύφεση;

Σήμερα υπάρχουν ενδείξεις ότι πλησιάζουμε το τέλος της ύφεσης: Το οικονομικό κλίμα έχει βελτιωθεί σημαντικά σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, το τραπεζικό σύστημα σταθεροποιήθηκε μετά την ανακεφαλαίωσή του, οι τραπεζικές καταθέσεις είχαν μικρή αύξηση σε σχέση με πέρυσι, ο προϋπολογισμός της κυβέρνησης δεν ξεφεύγει από τους μηνιαίους στόχους, οι εισπράξεις του τουρισμού ξεπέρασαν τις προσδοκίες το φετινό καλοκαίρι, και σε πολλούς κλάδους η πτώση στις πωλήσεις ήταν τόσο μεγάλη, που με δυσκολία μπορεί να υπάρξει περαιτέρω πτώση. 

Μια παρόμοια ενθαρρυντική εικόνα αναδύεται από την ανάλυση των στατιστικών στοιχείων. Οι εξαγωγές αναμένεται να συνεχίσουν να αυξάνονται, αφού και η ευρωπαϊκή οικονομία σταθεροποιείται. Η ιδιωτική κατανάλωση, που αποτελούσε το 73% του ονομαστικού ΑΕΠ του 2012, φαίνεται ότι μπορεί να σταθεροποιηθεί το 2014.  Και αυτό επειδή η κατανάλωση είναι κυρίως συνάρτηση του διαθέσιμου εισοδήματος και το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών προβλέπεται να σταθεροποιηθεί. Η αρνητική επίδραση στο εισόδημα από πιθανές περαιτέρω μικρές μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις και τη μικρή περαιτέρω αύξηση στην ανεργία το 2014, αναμένεται να εξισορροπηθεί από τη θετική επίδραση μέσω αύξησης των εξαγωγών, του τουρισμού και της κερδοφορίας των επιχειρήσεων των αυτοαπασχολούμενων. Τέλος, οι επενδύσεις, που το μερίδιό τους το 2012 ήταν πλέον μόνον το 13% του ΑΕΠ, θα μπορούσαν να σταθεροποιηθούν το 2014, αν το κλίμα συνεχίζει να βελτιώνεται με ζεστό χρήμα στην οικονομία, που φαίνεται να έρχεται από την αύξηση του τουρισμού, τη σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος, την αναθέρμανση των μεγάλων έργων, την εισροή των πόρων του ΕΣΠΑ, καθώς και πιθανών επενδύσεων, που θα συνοδέψουν τις αργοπορημένες ιδιωτικοποιήσεις. Επιπλέον, εδραιώνεται σταδιακά η πεποίθηση ότι οι Ευρωπαίοι δανειστές μας δεν φαίνονται διατεθειμένοι να ριψοκινδυνεύσουν την αποτυχία του ελληνικού σχεδίου διάσωσης. Αναμένεται ότι οι ξένοι δανειστές δεν θα επιμείνουν σε νέα περιοριστικά δημοσιονομικά μέτρα, που θα έσπρωχναν την οικονομία ακόμα πιο κάτω.

Φυσικά, το τέλος της ύφεσης δεν σημαίνει και το τέλος της δυσπραγίας και της φτώχιας. Σημαίνει απλώς ότι η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης σταματάει. Η ανεργία θα εξακολουθεί να είναι μεγάλη, οι μισθοί και οι συντάξεις πενιχρές, το καθημερινό άγχος της επιβίωσης έντονο και οι νέοι μας θα προσπαθούν να βρουν διέξοδο στο εξωτερικό. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ο κίνδυνος για αποσταθεροποίηση δεν είναι αμελητέος. Τα ρίσκα είναι πολλά.  Ενδεικτικά αναφέρω:  

Ι. Να μη σταθεροποιηθεί το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και η κατανάλωση να συνεχίσει την πρότερη πτωτική της πορεία. Κατά συνέπεια, η φορολογική πολιτική που καθορίζεται σήμερα και που θα επηρεάσει τα εισοδήματα του 2014, θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτική, ώστε να αποφευχθούν τέτοιου είδους αρνητικές εκπλήξεις. 

ΙΙ. Να μην αυξηθεί η ρευστότητα στην αγορά, να συνεχιστεί το κλείσιμο επιχειρήσεων και να προχωρήσουν ρευστοποιήσεις ακίνητης περιουσίας, που θα εντείνουν το φαύλο κύκλο της ύφεσης και των πτώσεων των τιμών των ακινήτων. 

ΙΙΙ. Να αποσταθεροποιηθεί το πολιτικό σύστημα πριν τις Ευρωεκλογές του επόμενου Μαΐου, γεγονός που επιδρά αρνητικά στις προσδοκίες και κατά συνέπεια στην κατανάλωση και τις επενδύσεις. Οι πολίτες που υποφέρουν δεν βλέπουν τη δυνατότητα βελτίωσης της οικονομίας, που αρχίζει να διαφαίνεται στα μάτια των ειδικών.  Βλέπουν το χθες και θεωρούν ότι το αύριο θα είναι το ίδιο. Η αντίδρασή τους δεν είναι απολύτως προβλέψιμη.

IV. Να μην επιτευχθεί το μικρό πρωτογενές πλεόνασμα το 2013, που υποσχεθήκαμε στους δανειστές μας, ώστε αυτοί με τη σειρά τους να βοηθήσουν στο κλείσιμο του χρηματοδοτικού κενού των επόμενων ετών, καθώς και στη μείωση της παρούσας αξίας του δημόσιου χρέους. Πηγές απρόσμενης εκτροπής είναι πολλές: από την αδυναμία των νοικοκυραίων να πληρώσουν τρία έτη φόρων για την ακίνητη περιουσία, μέχρι την πτώση των εσόδων των ασφαλιστικών ταμείων ή την αδυναμία ελέγχου των δαπανών στα νοσοκομεία. Το ρίσκο αυτό είναι μικρό κατά τη γνώμη μου. Άλλωστε, το Υπουργείο έχει επίγνωση του ρίσκου και δημιουργεί ένα μαξιλάρι ασφαλείας αρκετά πριν το κλείσιμο του έτους.  

V. Κατά περίεργο τρόπο, ένα νέο ρίσκο δημιουργείται από την επιτυχία και όχι την αποτυχία δημιουργίας πρωτογενούς πλεονάσματος το 2013. Το ρίσκο προέρχεται από την υπόσχεση για αναδιανομή τμήματος του πρωτογενούς πλεονάσματος που υπερβαίνει το στόχο. Η υπόσχεση πιθανόν να μειώνει το παραπάνω πολιτικό ρίσκο iii, αλλά θα μπορούσε λανθασμένα να εκληφθεί από τους πολίτες ως υπόσχεση μιας γενικότερης χαλάρωσης του προγράμματος.  Πρέπει, όμως, να γίνει αντιληπτό ότι χωρίς επιμονή στο πρόγραμμα δεν θα υπάρχει σταθεροποίηση και κατά συνέπεια ανάπτυξη και ευημερία που θα μπορούσε να μοιραστεί. Άλλωστε, ένας καλύτερος τρόπος αναδιανομής του οποιοδήποτε πλεονάσματος είναι να αποδοθεί αποκλειστικά στις δημόσιες επενδύσεις, των οποίων το μέγεθος έχει συρρικνωθεί σε ιστορικά χαμηλά, ακριβώς εξαιτίας του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος.

Τα προαναφερθέντα ρίσκα, όση μικρή πιθανότητα και να έχουν, δείχνουν ότι ένα κακό σενάριο εξελίξεων πάντοτε υπάρχει και καραδοκεί, ιδιαίτερα σε μια εποχή που ο κουμπαράς του τίμιου Έλληνα καταρρέει και το βιοτικό του επίπεδο φτάνει στα όρια της αντοχής και της ευπρέπειάς του. Και αν αφήσουμε ένα κακό σενάριο να ξεκινήσει, θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια μη γραμμική επέκταση της κρίσης και σε μια πολύ χειρότερη οικονομική κατάσταση από τη σημερινή. Δεν πρέπει να αδρανούμε.

Το αύριο: Θα επανέλθουμε σε υψηλούς και υγιείς ρυθμούς ανάπτυξης;

Στην προσπάθεια για φρένο στην ύφεση είναι σημαντικό να συνεχίζονται παράλληλα και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και να εμπεδώνεται μια νέα δομή της οικονομίας στη συνείδηση του Έλληνα, ώστε τελικά οι μεταρρυθμίσεις να αποδώσουν και οικονομικά. Το αύριο δεν μπορεί να είναι η στασιμότητα. Η διάρθρωση της οικονομίας πρέπει να αλλάξει.

Η ιστορική μελέτη των οικονομιών διεθνώς δείχνει ξεκάθαρα τους παράγοντες που οδηγούν σε μακροχρόνιους και υγιείς ρυθμούς ανάπτυξης: ανταγωνιστικότητα, ανοικτή οικονομία, ανταγωνιστικό περιβάλλον, χαμηλός πληθωρισμός, αποτελεσματικός και λιτός δημόσιος τομέας, μηδαμινή γραφειοκρατία, ποιότητα εκπαίδευσης, ποιότητα θεσμών, επενδύσεις. Σε πολλούς από τους παράγοντες βελτιωνόμαστε την τελευταία τετραετία, ενώ σε άλλους παραμένουμε στάσιμοι  (θεσμοί, επενδύσεις, ποιότητα εκπαίδευσης). Στο μεταξύ, όσο η ύφεση συνεχίζεται, τόσο περισσότερο απαξιώνεται το υπάρχον φυσικό κεφάλαιο, χάνονται  οι εξειδικευμένες γνώσεις των εργαζομένων συμπολιτών μας, μεταναστεύουν στο εξωτερικό οι νέοι μας, και οι γεννήσεις μειώνονται.

Πολλές μεταρρυθμίσεις βρίσκονται ακόμα στο ξεκίνημα. Ενδεικτικά αναφέρω: 1. Η αναδιοργάνωση του κράτους με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια βρίσκεται στα σπάργανα. Είναι εξαιρετικά δύσκολο το εγχείρημα και λίγοι οι πρόθυμοι επιτελείς του έργου. Η επικαιρότητα κατακλύζεται από το πρόβλημα της διαθεσιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων και όχι από την ουσία της αναδιάρθρωσης. 2. Η μεταρρύθμιση του νομικού κλάδου ακροβατεί. 3. Το χωροταξικό δεν έχει ολοκληρωθεί.

Πολλά πρέπει να γίνουν, αλλά για να εμπεδωθούν, να επιδράσουν στην οικονομία και να αφομοιωθούν από τη νέα καθημερινότητα πρέπει να τα ενστερνιστούμε και να μην τα θεωρούμε ως έξωθεν επιβαλλόμενα.

Δεν έχουμε την πολυτέλεια επανάπαυσης. Καμία οικονομία δεν είναι σε αυτόματο πιλότο, ιδιαίτερα οι οικονομίες όπως η δική μας, που με παραμελημένο το δημόσιο τομέα έπασχαν από χρόνιες ανισορροπίες. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις εδώ και 4 χρόνια στοχεύουν στη βελτίωση ακριβώς των παραγόντων εκείνων που οδηγούν στην απαγκίστρωση από τα δεσμά του χθες και σε μακροχρόνιους υγιείς  ρυθμούς ανάπτυξης. Πρέπει να γίνουν κτήμα μας.  Διότι εμείς και μόνον εμείς είμαστε υπεύθυνοι για την αναδιάρθρωση της οικονομίας και την αναγέννηση της χώρας μας, για το βιοτικό επίπεδο των μελλοντικών γενεών των Ελλήνων που έρχονται. Εμείς φτιάχνουμε την τύχη μας.

Εγγραφείτε στο NewsLetter μας