Η πρόταση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας & Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) για υποχρεωτική ασφάλιση όλων των κτηρίων στην Ελλάδα είναι περισσότερο από ποτέ επίκαιρη, μετά τα τραγικά συμβάντα στην Τουρκία και τη Συρία. Ο παγκόσμιος οργανισμός στην Έκθεσή του επισημαίνει τα οφέλη από τη διεύρυνση της ασφαλιστικής κάλυψης και αναδεικνύει τη σημασία της συνεργασίας δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.

Στην Έκθεση του ΟΟΣΑ αναφέρονται τα εξής: διευρύνοντας την ασφαλιστική κάλυψη, οι κυβερνήσεις μπορούν να μειώσουν την ενδεχόμενη ευθύνη και να αυξήσουν τη συμμετοχή της ιδιωτικής οικονομίας. Η Ελλάδα, όπως και πολλές άλλες χώρες, αποζημιώνει εν μέρει τις απώλειες των ιδιωτών μετά από καταστροφές. Η έλλειψη σαφών κανόνων επιμερισμού του κινδύνου δημιουργεί αβεβαιότητα σχετικά με το πώς και πότε θα αποζημιωθούν οι άνθρωποι και καθυστερεί την ανάκαμψη από τις καταστροφές. Επιπλέον, εάν είναι γνωστό ότι η κυβέρνηση παρεμβαίνει για να καλύψει τις απώλειες από ακραία γεγονότα, οι ιδιωτικοί φορείς έχουν λιγότερα κίνητρα να ελαχιστοποιήσουν τους κινδύνους τους και να επενδύσουν στην προστασία τους.

Η υποχρεωτική ασφάλιση όλων των κτηρίων για ζημιές που σχετίζονται με το κλίμα θα μπορούσε να διευρύνει την ασφαλιστική κάλυψη και να μειώσει τις τιμές των ασφαλίστρων.

Ο Οργανισμός διαπιστώνει ότι στην Ελλάδα η ασφαλιστική κάλυψη για ζημιές από ακραία καιρικά φαινόμενα είναι χαμηλή, σε σύγκριση με άλλες χώρες.

Η ασφαλιστική αγορά της Ελλάδας χαρακτηρίζεται από μεγάλο αριθμό ασφαλιστικών εταιρειών, συμπεριλαμβανομένων πολλών πολυεθνικών ομίλων. Η παρακολούθηση του ανταγωνισμού και η προώθηση της διαφάνειας στη δημοσίευση πληροφοριών σχετικά με το κόστος των συμβολαίων και την κάλυψη θα μπορούσε να διασφαλίσει ότι τα ασφάλιστρα για την υποχρεωτική ασφάλιση είναι ανταγωνιστικά. Η φύση και η ένταση των κινδύνων μπορεί, επίσης, να μεταβληθούν εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, καθιστώντας πιο δύσκολη τη λειτουργία των ασφαλιστικών αγορών. Η διενέργεια τακτικών εκτιμήσεων κινδύνου σχετικά με τις πιθανές ζημιές θα βοηθούσε τον οικονομικό σχεδιασμό των ασφαλιστών, ενώ η αντασφαλιστική κάλυψη θα διασφάλιζε την ασφαλισιμότητα, καθώς οι κίνδυνοι εξελίσσονται.

Η κάλυψη περισσότερων κτηρίων και κατηγοριών κινδύνων επιτρέπει στους ασφαλιστές να χρεώνουν χαμηλότερα ασφάλιστρα, λόγω της συγκέντρωσης κινδύνων. Για την επίτευξη ευρείας κάλυψης, η Ελβετία, για παράδειγμα, επιβάλλει την ασφάλιση κτηρίων έναντι φυσικών καταστροφών σε 22 από τα 26 καντόνια της. Τις καλύψεις παρέχουν είτε ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες είτε φορείς του δημοσίου, σε ποσοστό που ποικίλλει ανάλογα με τον κίνδυνο. Στη Γαλλία, το ασφαλιστικό σύστημα CATNAT επιβάλλει ένα ενιαίο ασφάλιστρο σε όλα τα συμβόλαια περιουσίας και αυτοκινήτων για την ασφάλιση έναντι φυσικών καταστροφών.

Η συμμετοχή των ασφαλιστικών φορέων ενισχύει, επίσης, τις δυνατότητές τους για τη συλλογή δεδομένων, την αντιμετώπιση κινδύνων και ζημιών και την εκταμίευση κεφαλαίων. Για παράδειγμα, η Δανία δημιούργησε το Danish Storm Council, το οποίο αξιολογεί τις ζημιές και παρέχει αποζημιώσεις για πλημμύρες, ανεμοθύελλες και καταιγίδες, που χρηματοδοτούνται από ένα πρόσθετο ασφάλιστρο, για όσους επιλέγουν ασφάλιση πυρός για την εν λόγω περιουσία.

Την ίδια στιγμή, η καθολική υποχρεωτική ασφάλιση των κτηρίων μπορεί να εγείρει διάφορα ζητήματα για τους ασφαλιστές και τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα. Ωστόσο, η εμπειρία από τις χώρες του ΟΟΣΑ μπορεί να βοηθήσει, ώστε να αντιμετωπιστούν.

Καταρχάς, οι ασφαλιστές μπορεί να μην έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν την κάλυψη ή να μπορούν να το κάνουν έναντι πολύ υψηλού ασφαλίστρου, εάν οι πιθανές ζημιές υπερβαίνουν την οικονομική τους ικανότητα ή απαιτούν πολύ υψηλά αποθέματα. Αυτό το πρόβλημα μπορεί να αντιμετωπιστεί με κρατική χρηματοδότηση/ενίσχυση, που θα διασφαλίζει ότι όλοι οι ιδιοκτήτες κτηρίων μπορούν να πληρώσουν την ασφάλιση. Η παροχή κρατικής χρηματοδότησης μπορεί να περιορίσει την αβεβαιότητα που νιώθουν οι ασφαλιστές αλλά και το κόστος που αναλαμβάνουν.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Ιαπωνία, στην οποία οι ζημιές από σεισμούς επιμερίζονται μεταξύ του κράτους και των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών, ανάλογα με το ύψος της συνολικής ζημιάς. Οι ζημιές μέχρι περίπου €800 εκατ. καλύπτονται πλήρως από τις ασφαλιστικές εταιρείες, οι πρόσθετες ζημιές μέχρι περίπου €2 δισ. μοιράζονται εξίσου και οι ζημιές πάνω από αυτό το όριο βαρύνουν κυρίως το κράτος. Εν τω μεταξύ, ο καθορισμός μέγιστης αποζημίωσης μπορεί να περιορίσει τη δημοσιονομική έκθεση. Η Νέα Ζηλανδία προσφέρει άμεση ασφάλιση κατά των φυσικών κινδύνων, αλλά περιορίζει την αποζημίωση σε περίπου €90.000 για κάθε ακίνητο.

Τέλος, η υποχρεωτική ασφάλιση συνεπάγεται υψηλότερο κόστος στέγασης για τα νοικοκυριά. Η επιδότηση της ασφάλισης για τα ευάλωτα νοικοκυριά θα μπορούσε να αντιμετωπίσει πιθανές ανησυχίες σχετικά με την οικονομική προσιτότητα της στέγασης, καταλήγει ο ΟΟΣΑ.

ΟΟΣΑ: Επίκαιρη η πρότασή του για υποχρεωτική ασφάλιση όλων των κτηρίων στην Ελλάδα
Ο ΟΟΣΑ υποστηρίζει ότι η μεγαλύτερη ασφαλιστική κάλυψη μπορεί να επιμερίσει το κόστος των ζημιών από την κλιματική αλλαγή. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ασφαλισμένες απώλειες από πυρκαγιές και πλημμύρες, αντίστοιχα, το διάστημα 1990-2019 φθάνουν μόλις το 5% και είναι από τις χαμηλότερες σε παγκόσμιο επίπεδο.

Διαβάστε επίσης:

Ο ρόλος του Ταμείου Ασφάλισης Καταστροφών στην Τουρκία

Allianz: Δωρεά για την ενίσχυση των σεισμόπληκτων της Τουρκίας και της Συρίας

Ο σεισμός στην Τουρκία θα επηρεάσει την κερδοφορία ασφαλιστών και αντασφαλιστών


Ακολουθήστε την ασφαλιστική αγορά στο Google News

Προηγούμενο άρθροΕυρώπη Ασφαλιστική: Αύξηση κερδών 79% και παραγωγής 40% το 2022
Επόμενο άρθροΠάει για Περιφερειάρχης ο Γιάννης Χατζηθεοδοσίου;