Κριτική στην ΕΕ από τον Πρόεδρο της Insurance Europe

Οι υπεύθυνοι για την χάραξη πολιτικής στην Ευρώπη πρέπει να αναλάβουν δράση για να διασφαλιστεί ότι η ΕΕ και οι διεθνείς κανονισμοί επιτρέπουν στους ασφαλιστές να τοποθετούν τους καταναλωτές στο επίκεντρο των δραστηριοτήτων τους στο μέλλον. Για να συμβεί αυτό, οι κανόνες πρέπει να είναι σαφείς, απλοί, κατάλληλοι για τον συγκεκριμένο σκοπό και δοκιμασμένοι. Δυστυχώς, υπάρχουν πολλά παραδείγματα όπου η ευρωπαϊκή νομοθεσία – παρά το γεγονός ότι έχει καλές προθέσεις – δεν κάνει τίποτα από απ’ όλα αυτά.

Αυτό προκύπτει από όσα είπε ο Πρόεδρος της Insurance Europe, κ. Sergio Balbinot, στην εναρκτήρια ομιλία του στο 8ο Ετήσιο Διεθνές Συνέδριο της Insurance Europe, που ξεκίνησε στο Δουβλίνο στις 25 Μαΐου.

Εξηγώντας πώς οι νέοι επικαλυπτόμενοι κανόνες της ΕΕ θα έχουν ως αποτέλεσμα οι καταναλωτές να υπερφορτωθούν με πληροφορίες, ο κ. Balbinot είπε: «Προκειμένου να συμμορφωθεί με την οδηγία Διανομής Ασφαλιστικών Προϊόντων (IDD), τον κανονισμό για τα PRIIPs και την Solvency II, ένα πρόσωπο που αγοράζει ένα ασφαλιστικό προϊόν θα λαμβάνει πλέον 148 διαφορετικά κομμάτια προσυμβατικής πληροφόρησης. Αυτό θα βοηθήσει το άτομο να κατανοήσει το προϊόν που αγοράζει ή τους ασφαλιστές να διατηρήσουν τη φήμη τους για σαφή, φιλική προς τον καταναλωτή και απλή επικοινωνία; Σαφώς και όχι».
Ο πρόεδρος της Insurance Europe τόνισε ότι, ενώ ο όγκος των απαιτούμενων γνωστοποιήσεων πρέπει να είναι κατάλληλος, το περιεχόμενο των γνωστοποιήσεων πρέπει επίσης να είναι σωστό, αλλιώς κανόνες που προορίζονται να συμβάλουν στην καλύτερη ενημέρωση των καταναλωτών, θα μπορούσαν στην πραγματικότητα να προκαλέσουν σύγχυση ή ακόμα και να τους παραπλανήσουν. Μάλιστα, έδωσε ως παράδειγμα το έγγραφο Βασικές Πληροφορίες (KID), το οποίο έχει ως στόχο να βοηθήσει τους καταναλωτές να συγκρίνουν διάφορα προϊόντα και να αποκτήσουν μια καλύτερη κατανόηση των χαρακτηριστικών τους. Ωστόσο, στη σημερινή του μορφή, κάνει πραγματικά ασφαλιστικά προϊόντα, κακώς, να εμφανίζονται πιο ακριβά και πιο επικίνδυνα από ό,τι πραγματικά είναι.

Ο κ. Balbinot σχολίασε: «Αν τα θεσμικά όργανα της ΕΕ δεχθούν τις προτάσεις αυτές, αυτό σημαίνει ότι οι ασφαλιστές θα αναγκαστούν να παρέχουν ένα KID που δεν θα λειτουργεί όπως θα έπρεπε και το οποίο θα γίνει μέρος της επόμενης πρόσκλησης υποβολής αποδεικτικών στοιχείων. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό τα θεσμικά όργανα της ΕΕ να δώσουν τον χρόνο που απαιτείται για την αντιμετώπιση των σχεδιαστικών βλαβών. Αυτή είναι μια περίπτωση όπου το να κάνεις το σωστό είναι πιο σημαντικό από το να το κάνεις γρήγορα».

Στο ίδιο πνεύμα, ο Πρόεδρος της Insurance Europe τόνισε, επίσης, ότι οι κανόνες προληπτικής εποπτείας μπορεί να έχουν απρόβλεπτες αρνητικές επιπτώσεις στους καταναλωτές. Ενώ η ρύθμισης της αγοράς βάσει του κινδύνου που προβλέπει η Solvency II υποστηρίζεται πλήρως, ο κ. Balbinot υποστήριξε ότι εξακολουθούν να υπάρχουν ανησυχίες ότι οι μετρήσεις Solvency II είναι υπερβολικά ασταθείς και δεν μετρούν σωστά τους κινδύνους.

Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε αδικαιολόγητα υψηλές κεφαλαιακές απαιτήσεις για προϊόντα, όπως οι ιδιωτικές συντάξεις. Για παράδειγμα, αν ένας ασφαλιστής οφείλει να χρεώσει ένα επιπλέον 1%, σε ετήσια βάση, σε μακροχρόνια συνταξιοδοτικά προϊόντα, λόγω των υπερβολικών κεφαλαιακών επιβαρύνσεων, θα μπορούσε να μειώσει τις συνολικές συνταξιοδοτικές καταβολές στον αντισυμβαλλόμενο περισσότερο από 20% σε περίοδο 20 χρόνων.

«Εάν αυτό είναι το επίπεδο κεφαλαίου που πραγματικά απαιτείται, για να παρέχεται η κατάλληλη προστασία, τότε το κόστος μπορεί να δικαιολογηθεί. Αλλά αν είναι μόνο και μόνο εξαιτίας μιας υπερβολικά συντηρητικής προσέγγισης, είτε επειδή δεν έχει καταβληθεί αρκετή φροντίδα ή προσπάθεια και κατά συνέπεια οι κίνδυνοι έχουν μετρηθεί λάθος, τότε αυτό είναι απαράδεκτο», υπογράμμισε ο κ. Balbinot.

Για να αντιμετωπιστούν αυτά τα ζητήματα, ο κ. Balbinot κάλεσε τους φορείς χάραξης πολιτικής να υιοθετήσουν μια γνήσια καταναλωτικο-κεντρική προσέγγιση στη ρύθμιση, η οποία θα περιλαμβάνει:

  • Την αντιμετώπιση των σωρευτικών επιπτώσεων των προτάσεων, ώστε να διαγραφούν οι επικαλύψεις και να διευκρινιστούν οι αντιφάσεις. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να επανεξεταστούν, όχι μόνο στο Επίπεδο 1 της νομοθετικής πράξης, αλλά και τα επίπεδα 2 ή 3.
  • Την εστίαση στις πραγματικές –και όχι στις φαινομενικές– ανάγκες των καταναλωτών.
  • Τη διενέργεια έρευνας καταναλωτών και την ανάλυση κόστους-οφέλους, για να εξασφαλιστεί ότι κάθε νέα πρόταση παρέχει τα αναμενόμενα οφέλη στους καταναλωτές στην πράξη.
  • την αναγνώριση ότι οι αδικαιολόγητα υψηλές κεφαλαιακές απαιτήσεις μπορεί να είναι επιζήμιες για τους καταναλωτές και, ως εκ τούτου, τη διασφάλιση ότι οι κίνδυνοι μετρώνται σωστά, για να εξασφαλίζουν ότι οι απαιτήσεις είναι κατάλληλες.

Τέλος, πρόσθεσε: «Αυτό θα θέσει τους καταναλωτές στο επίκεντρο της ρύθμισης και θα βοηθήσει τις ασφαλιστικές εταιρείες να συνεχίσουν τη βελτίωση των υπηρεσιών τους προς τους πελάτες στον αυριανό κόσμο».

Εγγραφείτε στο NewsLetter μας