Εταιρείες

Οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζουν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις

Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, μέσα στο 2018 δεν υπήρξε ουσιαστική μεταβολή των κινδύνων στις οποίες ήταν εκτεθειμένες οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, καθώς οποιεσδήποτε μεταβολές ήταν μικρότερες της τάξης του 0,5%.

Ασφαλιστικές επιχειρήσεις κατά ζημιών

Στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις κατά ζημιών, ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι ο ασφαλιστικός, ο οποίος συνεισφέρει κατά 67,2% (από 64,5% το 2017 και 68,6% το 2016) στη διαμόρφωση του προφίλ κινδύνου τους, ενώ ο αμέσως επόμενος κίνδυνος, αλλά σημαντικά μικρότερος, είναι ο κίνδυνος αγοράς, ο οποίος συνεισφέρει στη διαμόρφωση του προφίλ κινδύνου τους κατά 37,8% (από 42,4% το 2017 και 34,0% το 2016).

Ο επόμενος κατά σειρά σημαντικότητας κίνδυνος είναι ο κίνδυνος αθέτησης αντισυμβαλλομένου με συνεισφορά 11,2%, παρουσιάζοντας μείωση σε σχέση με το προηγούμενο έτος κατά 1,4%, ενώ ο λειτουργικός κίνδυνος παραμένει αρκετά μικρός, περίπου 6,7% (από 6% το προηγούμενο έτος).

Τέλος, τα οφέλη από τη διαφοροποίηση των κινδύνων συνεισφέρουν στη διαμόρφωση του προφίλ κινδύνου τους αφαιρετικά, καθώς μειώνουν τον κίνδυνο κατά 24,6% περίπου.

Τα ανωτέρω συμπεράσματα αφορούν το σύνολο των ασφαλιστικών επιχειρήσεων κατά ζημιών, ενώ η εικόνα των κινδύνων διαφοροποιείται σημαντικά μεταξύ των επί μέρους ασφαλιστικών επιχειρήσεων.

Παρατηρείται μεγάλη ανομοιογένεια στο προφίλ κινδύνου μεταξύ των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, ιδιαίτερα στον κίνδυνο αγοράς και στον κίνδυνο αθέτησης αντισυμβαλλομένου, όπου τα ποσοστά συνεισφοράς των συγκεκριμένων κινδύνων στο προφίλ κινδύνου τους κυμαίνονται από 5,18% μέχρι και 73,8% και από 2,15% μέχρι και 61,2% αντίστοιχα.

Ασφαλιστικές επιχειρήσεις ζωής

Στις τρεις ασφαλιστικές επιχειρήσεις που ασκούν αποκλειστικά ασφαλίσεις ζωής, ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι ο ασφαλιστικός, με ποσοστό  περίπου  70,4%  (παραμένοντας στα ίδια περίπου επίπεδα σε σχέση με τo προηγούμενο έτος), ενώ ο αμέσως επόμενος κατά σειρά σημαντικότητας είναι κίνδυνος αγοράς με 36,6% (από 33,2% κατά το προηγούμενο έτος).

Τόσο ο λειτουργικός κίνδυνος όσο και ο κίνδυνος αθέτησης αντισυμβαλλομένου παρουσιάζουν σχετική σταθερότητα σε σχέση με το προηγούμενο έτος (8,8% και 2,8% αντίστοιχα).

Τα οφέλη από τη διαφοροποίηση των κινδύνων κινούνται σε παρόμοιο επίπεδο με των ασφαλιστικών κατά ζημιών (περίπου 24%).

Τα ανωτέρω συμπεράσματα αφορούν το σύνολο των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ζωής.

Ασφαλιστικές εταιρείες μικτής δραστηριότητας

Στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις που ασκούν ταυτοχρόνως ασφαλίσεις ζωής και κατά ζημιών (ασφαλιστικές εταιρίες μικτής δραστηριότητας), η συνεισφορά των διαφόρων κινδύνων στο προφίλ των κινδύνων τους διαφοροποιείται σημαντικά.

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι αυτός της αγοράς καθώς συνεισφέρει κατά 41,3% (από 41,8% το προηγούμενο έτος), ενώ οι ασφαλιστικοί κίνδυνοι κατά ζημιών, ζωής και ασθενείας συνεισφέρουν με ποσοστό 37,6%, 25,6% και 17,5% (τα ποσοστά αυτά βρίσκονται σε παρόμοιο επίπεδο με τα αντίστοιχα το προηγούμενο έτος).

Επιπλέον, ο κίνδυνος αθέτησης αντισυμβαλλομένου κινείται σε υψηλά επίπεδα, αν και είναι μειωμένος σε σχέση με τα προηγούμενα έτη (περίπου 11,6%, από 12,5% το 2017 και 15% το 2016).

Τα οφέλη από τη διαφοροποίηση είναι αρκετά σημαντικά (μειώνουν τον κίνδυνο κατά 41,6% περίπου), καθώς οι επιχειρήσεις αυτές έχουν μεγαλύτερες δυνατότητες ανάληψης ασυσχέτιστων ή και, σε ορισμένες περιπτώσεις, αρνητικά συσχετισμένων κινδύνων.

Παρατηρείται μεγάλη ανομοιογένεια των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που προέρχεται κυρίως από το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις μικτής δραστηριότητας διαχωρίζονται σε αυτές που αναλαμβάνουν κατά κύριο λόγο κινδύνους ασφαλίσεων ζωής, καθώς δεν μπορούν να ασκήσουν ασφαλίσεις κατά ζημιών πέραν από αυτές που περιλαμβάνουν κινδύνους ασθενείας, και σε αυτές που αναλαμβάνουν κατά κύριο λόγο κινδύνους ασφαλίσεων κατά ζημιών.

Ομοίως, η μεγάλη ανομοιογένεια που εμφανίζει ο κίνδυνος ασφαλίσεων ζωής οφείλεται στον μικρό αριθμό ασφαλιστικών επιχειρήσεων που αναλαμβάνουν σημαντικό ασφαλιστικό κίνδυνο ζωής.

Ο κίνδυνος αγοράς των ασφαλιστικών επιχειρήσεων

Αναφορικά με τον κίνδυνο αγοράς, ο οποίος αποτελεί περίπου το 40,2% του συνολικού κινδύνου των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, αυτό που φαίνεται είναι ότι υπάρχουν μεγάλες διαφοροποιήσεις μεταξύ των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.

Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις κατά ζημιών παρουσιάζουν μεγάλη έκθεση στον κίνδυνο συγκέντρωσης (41% του συνολικού κινδύνου τους, από 38% το προηγούμενο έτος) και στους κινδύνους πιστωτικών περιθωρίων (26%), ακινήτων (29%) και μετοχών (29%).

Σε αντίθεση με τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις κατά ζημιών, ο μεγαλύτερος κίνδυνος των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ζωής είναι ο κίνδυνος μετοχών και ο συναλλαγματικός κίνδυνος, οι οποίοι ανέρχονται στο 51% (από 57% το προηγούμενο έτος) και στο 32% (από 9% το προηγούμενο έτος) αντίστοιχα.

Αξιοσημείωτο είναι ότι ο κίνδυνος επιτοκίου επανήλθε σε επίπεδα ελαφρώς υψηλότερα του 2016, μετά την μεγάλη αύξηση που είχε παρουσιάσει το 2017 (15% το 2018, 37% το 2017 και 10% το 2016).

Ο κίνδυνος ακινήτων είναι σχεδόν μηδενικός.

Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις μικτής δραστηριότητας παρουσιάζουν μεγάλη ανομοιομορφία ως προς την έκθεσή τους στους κινδύνους της αγοράς.

Σε κάθε κατηγορία κινδύνου αγοράς, υπάρχουν ασφαλιστικές επιχειρήσεις με σχεδόν μηδενική έκθεση, όπως και ασφαλιστικές επιχειρήσεις με αρκετά μεγάλη έκθεση. Ενδεικτικός είναι ο κίνδυνος μετοχών, ο οποίος αποτελεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, μέχρι και το 75% του συνολικού κινδύνου αγοράς στον οποίο εκτίθενται.

Στις επιχειρήσεις αυτές, ο μεγαλύτερος εκ των κινδύνων αγοράς είναι ο κίνδυνος πιστωτικών περιθωρίων, με ποσοστό 42%, και ακολουθεί ο κίνδυνος μετοχών με ποσοστό 32%.

Η φερεγγυότητα των ασφαλιστικών επιχειρήσεων

Σύμφωνα με την ΤτΕ η ελληνική ασφαλιστική αγορά εμφανίζει επάρκεια κεφαλαίων καλής ποιότητας.

Η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας (SCR) για το σύνολο της ασφαλιστικής αγοράς στις 31.12.2018 διαμορφώθηκε σε 1,7 δισεκ. ευρώ (από 1,8 δισεκ. ευρώ το προηγούμενο έτος), με τα συνολικά επιλέξιμα ίδια κεφάλαια να ανέρχονται σε 3 δισεκ. ευρώ (από 3,1 δισεκ. ευρώ το προηγούμενο έτος).

Επιπροσθέτως, η συνολική Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση (MCR) διαμορφώθηκε σε 648 εκατ. ευρώ (από 658 εκατ. ευρώ το προηγούμενο έτος), με τα αντίστοιχα συνολικά επιλέξιμα ίδια κεφάλαια να ανέρχονται σε 2,8 δισεκ. ευρώ (από 2,98 δισεκ. ευρώ το προηγούμενο έτος) και να αφορούν εξολοκλήρου κεφάλαια Κατηγορίας 1.


Περισσότερα στις σελ. 41-45 της Επισκόπησης του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος, που δημοσίευσε η Τράπεζα της Ελλάδος στις 18 Ιουνίου 2019.

Η Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος δημοσιεύεται δύο φορές τον χρόνο από τη Διεύθυνση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Η παρούσα Επισκόπηση εστιάζεται στις εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα που έλαβαν χώρα κατά το 2018.

Η Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος αξιολογεί τις εξελίξεις, εντοπίζει τους κύριους παράγοντες των συστημικών κινδύνων του ελληνικού τραπεζικού τομέα και των λοιπών κλάδων του χρηματοπιστωτικού συστήματος και αναλύει τη λειτουργία των υποδομών χρηματοπιστωτικών αγορών (συστημάτων πληρωμών, καρτών πληρωμών, κεντρικών αποθετηρίων τίτλων και κεντρικού αντισυμβαλλόμενου).

Επιπλέον, η Επισκόπηση περιλαμβάνει και δύο Ειδικά Θέματα. Στο πρώτο παρουσιάζεται η χρηματοοικονομική τεχνολογία FinTech και ο Κόμβος Καινοτομίας FinTech της Τράπεζας της Ελλάδος, που δημιουργήθηκε πρόσφατα, ενώ στο δεύτερο περιγράφεται ένα οικονομετρικό υπόδειγμα που αφορά την πρόβλεψη της πιστωτικής επέκτασης με βάση τους δείκτες ανάπτυξης.

Με την αξιολόγηση των συστημικών κινδύνων παρέχεται ένα βασικό εργαλείο για την άσκηση της μακροπροληπτικής πολιτικής, η οποία έχει ως στόχο τη μείωση των συστημικών κινδύνων του χρηματοπιστωτικού συστήματος και θα πρέπει να συμπληρώνει τη μικροπροληπτική εποπτεία των τραπεζών, που επικεντρώνεται περισσότερο στην ευρωστία των μεμονωμένων ιδρυμάτων.

Εγγραφείτε στο NewsLetter μας