Άρθρα

Έλεγχος τήρησης της ασφαλιστικής νομοθεσίας από την Εποπτική Αρχή

Το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) έκρινε σε απόφασή του την αρμοδιότητα της Εποπτικής Αρχής να ελέγχει την τήρηση της ασφαλιστικής νομοθεσίας.

H εποπτική αρχή (ΤτΕ), στο πλαίσιο της αρμοδιότητας εξασφάλισης της εύρυθμης λειτουργίας της ασφαλιστικής αγοράς και της προστασίας των ασφαλισμένων, ληπτών της ασφάλισης και λοιπών δικαιούχων, είναι αρμόδια για την άσκηση ελέγχου τήρησης της ασφαλιστικής νομοθεσίας, καθώς και της εκπλήρωσης των συμβατικών τους υποχρεώσεων, σύμφωνα και με τη νομοθεσία αυτή.
Σε σχέση με την αρμοδιότητα αυτή, μεταξύ άλλων ζητημάτων τα οποία ετέθησαν στην κρίση του, το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) έκρινε σε απόφασή του (ΣτΕ 2970/2017, ΕΕμπΔ τόμος ΞΘ 2018, σελ. 131 επ. και ΝΟΜΟΣ) ως ακολούθως:

 

(…) Όπως εξ άλλου προεκτέθηκε, οι διατάξεις του ν. 2496/1997 για την ιδιωτική ασφάλιση υποχρεώνουν τον ασφαλιστή να καταβάλει, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, το ασφάλισμα εάν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση (άρθρο 7 παρ. 7), προβλέπουν δε ότι εάν ο λήπτης της ασφαλίσεως παραβεί εκ δόλου την υποχρέωσή του να δηλώσει στον ασφαλιστή κάθε στοιχείο αντικειμενικά ουσιώδες για την εκτίμηση του κινδύνου, ο ασφαλιστής έχει δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση και απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής του ασφαλίσματος (άρθρο 3 παρ. 6).

Περαιτέρω, κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς της, κατά τον έλεγχο, δηλαδή, της τηρήσεως της ασφαλιστικής νομοθεσίας και των συμβάσεων που συνάπτουν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις με τους ασφαλισμένους τους, η Τράπεζα της Ελλάδος, όταν τούτο απαιτείται, εκφέρει κατ’ αρχήν κρίση και επί ζητημάτων ιδιωτικής φύσεως, μετά από εκτίμηση πρόσφορων αποδεικτικών στοιχείων, υπό την προϋπόθεση, πάντως, ότι για τα ζητήματα αυτά δεν υπάρχει τελεσίδικη κρίση του αρμόδιου πολιτικού δικαστηρίου.

Όταν υφίσταται όμως τελεσίδικη κρίση πολιτικού δικαστηρίου περί του ότι η καταγγελία από την ασφαλιστική επιχείρηση ορισμένης ασφαλιστικής συμβάσεως, κατ’ επίκληση του άρθρου 3 παρ. 6 του ν. 2496/1997, δεν εχώρησε σύμφωνα με τους όρους της εν λόγω διατάξεως, καθόσον δεν πληρούται η προϋπόθεση της δόλιας αποκρύψεως, από τον ασφαλισμένο, προϋπάρχουσας ασθενείας, καθώς επίσης και κρίση του δικαστηρίου αυτού ότι, κατά το άρθρο 7 παρ. 7 του ιδίου νόμου, η ασφαλιστική επιχείρηση έχει υποχρέωση καταβολής του ασφαλίσματος, η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά την άσκηση της σχετικής εποπτικής αρμοδιότητάς της, δεσμεύεται από τη δικαστική αυτή κρίση.

Δοθέντος δε ότι η μη καταβολή στον ασφαλισμένο του οφειλομένου, δυνάμει και της σχετικής δικαστικής αποφάσεως, ασφαλίσματος συνιστά παράβαση της ασφαλιστικής νομοθεσίας, νομίμως επιβάλλει η ΤτΕ πρόστιμο κατ’ εφαρμογή του άρθρου 120 του ν.δ/τος 400/1970, επικαλούμενη για τη διαπίστωση της παραβάσεως την οικεία κρίση του πολιτικού δικαστηρίου, ασκώντας περαιτέρω τη διακριτική της ευχέρεια κατά την επιμέτρηση του προστίμου, ενόψει των κριτηρίων που θέτει η ίδια διάταξη.

Είναι, συνεπώς, απορριπτέοι οι ανωτέρω λόγοι, με τους οποίους προβάλλεται ότι η ΤτΕ έπρεπε να εκφέρει ιδία κρίση ως προς την ακυρότητα της καταγγελίας της συμβάσεως ασφαλίσεως, ότι δεν αποτελεί νόμιμο αιτιολογικό έρεισμα της προσβαλλομένης η επίκληση της 1069/2011 δικαστικής αποφάσεως και ότι η μη άσκηση ενδίκων μέσων κατά της αποφάσεως αυτής οφείλεται σε καλόπιστη συμπεριφορά της αιτούσας, καθώς και οι λόγοι με τους οποίους αμφισβητείται κατ’ ουσίαν η ορθότητα της κρίσεως του πολιτικού δικαστηρίου.

Απορριπτέος είναι και ο λόγος ότι η αιτούσα θεώρησε έγκυρη την καταγγελία της συμβάσεως, ενόψει της 5225/2008 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών επί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων του αντιδίκου της, προεχόντως διότι με την απόφαση αυτή το δικαστήριο απέρριψε το αίτημα προσωρινής επιδικάσεως της απαιτήσεως κατ’ εφαρμογή του άρθρου 728 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, που δεν προβλέπει προσωρινή επιδίκαση στις περιπτώσεις αυτές, χωρίς να διαλάβει κρίση για το κύρος της καταγγελίας και τη βασιμότητα της απαιτήσεως του ασφαλισμένου να του καταβληθούν οι δαπάνες νοσηλείας. (…)

(…) Εξ άλλου, εν όψει της κατά νόμον δυνατότητας επιβολής προστίμου έως 100.000 ευρώ για παραβάσεις της ασφαλιστικής νομοθεσίας, το επιβληθέν εν προκειμένω πρόστιμο, ύψους 5.000 ευρώ, είναι πολύ χαμηλό, όπως αναφέρεται και στην προσβαλλομένη, σύμφωνα δε με τα προεκτεθέντα, κατά την επιμέτρησή του συνεκτιμήθηκαν το είδος και η βαρύτητα της παραβάσεως, ο κίνδυνος που ενέχει η συμπεριφορά της αιτούσας για πρόκληση ζημίας στους ασφαλισμένους καταναλωτές, η δυνατότητα προσπορισμού οφέλους από ενδεχόμενη συστηματική και μη δικαιολογημένη άρνησή της να αποζημιώνει τους ασφαλισμένους νοσοκομειακών προγραμμάτων, η γενική και ειδική πρόληψη, καθώς επίσης η συνεργασία της αιτούσας με την αρμόδια υπηρεσία και η απουσία διοικητικών κυρώσεων εις βάρος της για την ίδια αιτία, ήτοι τα προβλεπόμενα στον νόμο κριτήρια.

Επομένως, η προσβαλλόμενη πράξη αιτιολογείται νομίμως και ως προς το ύψος του προστίμου, ουδόλως προκύπτει δε ότι από το επίδικο πρόστιμο διαταράσσεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του δημοσίου συμφέροντος και των δικαιωμάτων της αιτούσας ή ότι παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας και είναι αβάσιμοι οι προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως περί προσβολής του δικαιώματος στην περιουσία, κατά παράβαση του άρθρου 17 του Συντάγματος και του άρθρου 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ, καθώς και της αρχής της αναλογικότητας (…).

Θεόδωρος Κουτσούμπας, Δικηγόρος – Διδάκτωρ Νομικής – M.T.E.Y.
(e-mail: [email protected])

Σε συνεργασία με το περιοδικό ΣΥΝήΓΟΡΟΣ

Εγγραφείτε στο NewsLetter μας