

Οι καταστροφικές πλημμύρες στη Θεσσαλία και οι πύρινες τραγωδίες του περασμένου –και όχι μόνο– καλοκαιριού ανέδειξαν με δραματικό τρόπο ότι οι ζημιές από ακραία φαινόμενα αυξάνονται συνεχώς και αφορούν εξίσου τους πολίτες της χώρας μας όσο και άλλες, ευάλωτες στον κλιματικό κίνδυνο, περιοχές του πλανήτη. Η κλιματική αλλαγή προκαλεί ολοένα και συχνότερα τέτοια φαινόμενα, όμως, οι συνέπειές τους στη χώρα μας επιτείνονται και από χρόνιες παθογένειες.
Η ταχεία, άναρχη και χωρίς περιβαλλοντικό σχεδιασμό οικιστική ανάπτυξη, οι γηρασμένες και κακοσυντηρημένες υποδομές, καθώς και η υποβάθμιση κρίσιμων υπηρεσιών κοινής ωφέλειας (όπως τα ανεπαρκή αντιπλημμυρικά έργα και τα γερασμένα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας) αφήνουν πολλές περιοχές ευάλωτες. Επιπλέον, το συνεχώς αυξανόμενο κόστος ανοικοδόμησης λόγω πληθωρισμού κάνει την αποκατάσταση των κατεστραμμένων κτηρίων και των υποδομών, γενικότερα, ακόμη πιο δύσκολη.
Κι όμως, σύμφωνα με την τελευταία έρευνα της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος (ΕΑΕΕ) για τις κατοικίες που ήταν ασφαλισμένες στις 31 Δεκεμβρίου 2024, ο συνολικός αριθμός ασφαλιστηρίων συμβολαίων κατοικίας ανήλθε σε 1.246.656, καταγράφοντας αύξηση 7,5% σε σύγκριση με το 2023. Παρ’ όλα αυτά, το ποσοστό ασφαλιστικής κάλυψης της χώρας διαμορφώνεται μόλις στο 18,9%, με βάση τα επίσημα στοιχεία της απογραφής κατοικιών της ΕΛΣΤΑΤ. Δηλαδή, λιγότερο από 1 στις 5 κατοικίες διαθέτει οποιαδήποτε μορφή ασφαλιστηρίου.
Η εικόνα γίνεται ακόμα πιο σύνθετη, αν δούμε τι ακριβώς καλύπτουν αυτά τα συμβόλαια:
Επιπλέον, σχεδόν 59% των ασφαλισμένων κατοικιών φέρουν υποθήκη, κάτι που σημαίνει ότι η ασφάλιση έγινε μέσω τραπεζικών απαιτήσεων –χωρίς απαραίτητα να διασφαλίζεται επαρκής προστασία για τον ιδιοκτήτη. Αυτό μας φέρνει στο ουσιαστικότερο ερώτημα: τι σημαίνει «σωστή και πλήρης» κάλυψη;
Η επαρκής ασφάλιση μιας κατοικίας δεν είναι μια τυπική υποχρέωση. Προϋποθέτει:
Στην πράξη, πολλά ασφαλιστήρια που προκύπτουν από τυποποιημένες τραπεζικές διαδικασίες, προστατεύουν απλώς το ύψος του δανείου και όχι το ακίνητο στην ολότητά του. Το κενό αυτό δημιουργεί μια ψευδαίσθηση ασφάλειας –και έναν τεράστιο κίνδυνο σε περίπτωση φυσικής καταστροφής.
Ο νόμος προβλέπει έκπτωση στον ΕΝΦΙΑ για όσους έχουν επαρκή ασφαλιστική κάλυψη. Κι όμως, μόλις 350.000 ακίνητα επωφελήθηκαν από αυτήν την έκπτωση. Το νούμερο αυτό είναι ενδεικτικό: παρά τα 1,2 εκατομμύρια συμβόλαια που εμφανίζονται ενεργά στην αγορά, η πλειοψηφία αυτών δεν πληροί τις βασικές προϋποθέσεις, για να επωφεληθούν της έκπτωσης.
Η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο προβληματική, αν σκεφτεί κανείς ότι τα δύο τρίτα των ήδη ασφαλισμένων κατοικιών είναι υποθηκευμένες. Δηλαδή, η ασφάλιση έγινε επειδή ήταν υποχρεωτική στο πλαίσιο στεγαστικού δανείου. Κι όμως, ακόμα και σε αυτό το “δεσμευμένο” τμήμα της αγοράς, τα περισσότερα συμβόλαια δεν πληρούν τα κριτήρια που απαιτεί η νομοθεσία για την έκπτωση ΕΝΦΙΑ. Αν ούτε εδώ δεν επιτυγχάνεται συμμόρφωση, τότε το πρόβλημα δεν είναι η ζήτηση –είναι η έλλειψη προτύπων, διαφάνειας και δομών.
Μπορούμε να κάνουμε κάτι; Ναι. Η ασφαλιστική αγορά θα μπορούσε να προτείνει και να υποστηρίξει μια πολύ πιο φιλική προς τον καταναλωτή λύση: αντί η έκπτωση ΕΝΦΙΑ να εφαρμόζεται σε δεύτερο χρόνο μέσω του Taxisnet, να αφαιρείται απευθείας από το ασφάλιστρο.
Με τον τρόπο αυτόν:
Η εμπειρία του «φιλικού διακανονισμού» στα τροχαία μάς έδειξε πως τέτοιες παρεμβάσεις, αν και απλές, αλλάζουν ριζικά τον τρόπο λειτουργίας της αγοράς.
Η Ένωση Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος έχει τα μέσα, τη γνώση και τη θεσμική φωνή να ηγηθεί αυτής της αλλαγής. Όχι απλώς με πίεση προς το κράτος, αλλά με προτάσεις, εργαλεία και τεκμηρίωση.
Για να το κάνει όμως αυτό, πρέπει πρώτα να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους: το πρόβλημα δεν είναι ότι δεν ασφαλίζουμε αρκετά σπίτια –είναι ότι τα ασφαλίζουμε λάθος. Και ήρθε η ώρα να το διορθώσουμε.
Ακολουθήστε την ασφαλιστική αγορά στο Google News