




Του κ. Μιλτιάδη Νεκτάριου,
Καθηγητή Πανεπιστημίου Πειραιώς.
Στη Γερμανία, και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, συναντάμε την ορθολογική οργάνωση των ασφαλίσεων υγείας του πληθυσμού. Τα κρατικά συστήματα ασφάλισης υγείας αφήνουν τρία «κενά» (ακάλυπτο μέρος του πληθυσμού, ακάλυπτο μέρος των παροχών, ακάλυπτο μέρος του κόστους), τα οποία καλύπτονται από την ιδιωτική ασφάλιση. Επιπλέον, η ιδιωτική ασφάλιση καλύπτει τα Deductibles, καθώς και τις κατηγορίες Coinsurance, που δεν καλύπτει η υποχρεωτική κρατική ασφάλιση υγείας.
Η Γερμανία εξαιρεί από την υποχρεωτική βασική κρατική ασφάλιση υγείας τους εργαζόμενους πάνω από ένα όριο εισοδήματος (το 2020: 60.750 ευρώ ετησίως), τους δημόσιους υπαλλήλους και τους αυτοαπασχολούμενους. Όσοι επιλέξουν να εξαιρεθούν από το κρατικό σύστημα υγείας, μπορούν να καλυφθούν με ασφαλιστήρια υγείας που προσφέρονται από 50 ασφαλιστικές εταιρείες (17 Mutual και 33 κερδοσκοπικές εταιρείες).
Το 2020 υπήρχαν 8,7 εκατομμύρια ασφαλιστικές συμβάσεις υγείας, με συνολικά ασφάλιστρα ύψους 27,8 δισεκατομμυρίων ευρώ, καθώς και 26,7 εκατομμύρια συμβάσεις για Συμπληρωματικές ιδιωτικές δαπάνες υγείας, με συνολικά ασφάλιστρα 9,1 δισεκατομμυρίων ευρώ. Κατά συνέπεια, τα μέσα μηνιαία ασφάλιστρα είναι σημαντικά υψηλότερα για την κανονική ασφάλιση υγείας (266,28 ευρώ) από ό,τι για τις Συμπληρωματικές συμβάσεις υγείας (28,40 ευρώ).
Η συγκέντρωση της αγοράς στη γερμανική αγορά ιδιωτικής ασφάλισης υγείας είναι μέτρια. Με βάση τα ετήσια εισοδήματά τους από ασφάλιστρα το 2020, οι τέσσερις (οκτώ) κορυφαίες ασφαλιστικές εταιρείες υγείας είχαν συνολικό μερίδιο αγοράς 43,78% (64,36%), για τις δύο κατηγορίες ασφαλίσεων υγείας.
Οι κανονικές ασφαλίσεις υγείας είναι εμπροσθοβαρείς, στο πνεύμα των μακροπρόθεσμων συμβάσεων εγγυημένης ανανεωσιμότητας. Δηλαδή, για την τιμολόγηση των ασφαλίστρων χρησιμοποιούν τη μέθοδο του Level Premium. Οι ασφαλιστές δεν έχουν δικαίωμα να ακυρώσουν συμβόλαια (μονόπλευρη δέσμευση), αλλά είναι σε θέση να προσαρμόσουν τα ασφάλιστρα στις αυξήσεις του κόστους με βάση το σύνολο των κινδύνων.
Για την κανονική ασφάλιση υγείας, η τιμολόγηση των ασφαλίστρων είναι risk-based, με κύριο στόχο τη φερεγγυότητα. Τα ασφάλιστρα βασίζονται στον κίνδυνο μόνο κατά την ημερομηνία υπογραφής της σύμβασης και υπολογίζονται ώστε να παραμένουν σταθερά με την πάροδο του χρόνου. Έτσι, τα πρώτα χρόνια, μέρος των ασφαλίστρων αποθεματοποιείται, ούτως ώστε να είναι εφικτή η αντιμετώπιση του υψηλότερου μελλοντικού κόστους υγειονομικής περίθαλψης, στην Τρίτη φάση της ζωής των ασφαλισμένων.
Τα ασφάλιστρα είναι συνάρτηση:
Στη διάρκεια της ασφαλιστικής περιόδου, τα προαναφερόμενα μεγέθη μπορεί να εξελιχθούν καλύτερα από τα αναμενόμενα, και έτσι να προκύψουν κέρδη. Οι ασφαλιστές πρέπει να μοιράζονται τα κέρδη τους με τους ασφαλισμένους μέσω εκπτώσεων ασφαλίστρων, οι οποίες υπολογίζονται σε ετήσια βάση. Σύμφωνα με τη νομοθεσία, τα ελάχιστα ποσοστά επιστροφής για τα κέρδη από τον υπολογισμό του επιτοκίου και του περιθωρίου ασφαλείας είναι 90%, ενώ τα ελάχιστα ποσοστά επιστροφής για κέρδη από άλλες πηγές (συμπεριλαμβανομένων των εξόδων) είναι 50%.
Στην Ευρώπη, μόνο η Ελλάδα έχει τη ΔΙΠΛΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΥΓΕΙΑΣ: παράλληλα με την υποχρεωτική ασφάλιση στον ΕΟΠΥΥ, όσοι το επιθυμούν αγοράζουν και ιδιωτική ασφάλιση υγείας, πληρώνοντας ένα δεύτερο ασφάλιστρο για το ίδιο πακέτο παροχών (στην ιδιωτική ασφάλιση οι υπηρεσίες προσφέρονται από τον Ιδιωτικό Τομέα Υγείας, και όχι από το ΕΣΥ, το οποίο παραμένει, εσκεμμένα, πλήρως υποβαθμισμένο).
Η παραπάνω μεθοδολογία της Γερμανίας για τις ιδιωτικές ασφαλίσεις υγείας ισχύει σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, πλην της Ελλάδας. Το χειρότερο είναι ότι το χαώδες κενό τεχνογνωσίας (Know-how Gap) αφορά, κυρίως, τις αλλοδαπές ασφαλιστικές εταιρείες, οι οποίες δεν ζήτησαν τεχνική βοήθεια από τις έδρες τους. Η λανθασμένη τιμολόγηση των ασφαλίστρων για πάνω από 20 χρόνια οδήγησε σε αλλεπάλληλες αυξήσεις την τελευταία πενταετία, με βάση την επίκληση ενός βαλκανικής εμπνεύσεως Ενιαίου Δείκτη Ζημιών Υγείας. Με αποτέλεσμα, τη διακοπή των ασφαλιστηρίων υγείας για εκατοντάδες χιλιάδες ασφαλισμένων στη χώρα μας, γεγονός που έχει τραυματίσει καίρια την εικόνα της ασφαλιστικής αγοράς.

Η λανθασμένη τιμολόγηση των ασφαλίστρων για πάνω από 20 χρόνια οδήγησε σε αλλεπάλληλες αυξήσεις την τελευταία πενταετία, με βάση την επίκληση ενός βαλκανικής εμπνεύσεως Ενιαίου Δείκτη Ζημιών Υγείας.
Η αυτονόητη λύση του δράματος, τώρα, είναι η άμεση ενίσχυση των σχετικών αποθεμάτων του Κλάδου Υγείας, με βάση τις δημοσιευμένες εκτιμήσεις της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών (στο Συνέδριο της Ύδρας). Η ενέργεια αυτή θα αποδείξει την αξιοπιστία των ασφαλιστικών εταιρειών, με την ανάληψη της ευθύνης για όσα έχουν συμβεί τα τελευταία είκοσι χρόνια, για λάθη που έχουν διαπράξει οι ίδιες, χωρίς καμία ευθύνη των ασφαλισμένων.
Στη συνέχεια, οι εταιρείες πρέπει να συνεργαστούν με τις έδρες τους για άντληση της σχετικής τεχνογνωσίας, όπως περιεγράφηκε παραπάνω. Οπότε, εφεξής τα ασφαλιστήρια υγείας θα είναι μόνο ισόβια. (Τα ετησίως ανανεούμενα ασφαλιστήρια υγείας θα ήταν χρήσιμα στις ΗΠΑ, όπου μετά την ηλικία των 65 ετών οι πολίτες καλύπτονται από το κρατικό σύστημα υγείας MEDICARE).
Μέχρι τότε, δεν πρέπει (και ούτε θα χρειάζεται, μετά την πρόσθετη αποθεματοποίηση) να γίνει κάποια αύξηση ασφαλίστρων. Τα φληναφήματα περί Ειδικού Δείκτη Ζημιών Υγείας δεν έχουν θέση σε μια σοβαρή ασφαλιστική αγορά, και υποκρύπτουν και εναρμονισμένες πρακτικές τιμολόγησης.
Τα παραπάνω αποτελούν την «αναγκαία συνθήκη» για την οριστική και άψογη επίλυση ενός τεράστιου προβλήματος που έχει προκύψει στην εγχώρια ασφάλιση υγείας.
Αλλά, η «ικανή συνθήκη» για την οριστική επίλυση και μη επανάληψη του προβλήματος είναι η εφαρμογή των συστημάτων MANAGED CARE. Οι εγχώριες ασφαλιστικές εταιρείες πρέπει να εντρυφήσουν στις αμερικανικές τεχνικές MANAGED CARE, για τη συγκράτηση του κόστους υγείας και την ορθή εκτίμηση των απαιτούμενων Level Premiums. Περί αυτών έχω αναφερθεί αναλυτικά σε προηγούμενο άρθρο (βλ. περιοδικό «Ασφαλιστική Αγορά», τ. Φεβρουαρίου 2025, και στην ιστοσελίδα της «Α.Α.»: Ασφαλίσεις Υγείας: Προτάσεις για τη λύση του προβλήματος).
Ακολουθήστε την ασφαλιστική αγορά στο Google News