Τι προτείνει η Επιτροπή Ανταγωνισμού για την Υγεία

Tον εξορθολογισμό του ρυθμιστικού πλαισίου λειτουργίας των ιδιωτικών κλινικών, τον προσεκτικό σχεδιασμό και εφαρμογή του νέου δείκτη ΕΔΑ και των DRGs προτείνει, μεταξύ άλλων, η Επιτροπή Ανταγωνισμού (ΕΑ) στην Τελική Έκθεση Κλαδικής Έρευνας στην Παροχή Ιδιωτικών Υπηρεσιών Υγείας και συναφών Υπηρεσιών Ασφάλισης, που δημοσιεύτηκε μεσούντος του καλοκαιριού.

Η έρευνα της ΕΑ1 δείχνει ότι η αγορά υπηρεσιών υγείας, ιδιαιτέρως των δευτεροβάθμιων υπηρεσιών, είναι μια ιδιαίτερα σύνθετη αγορά, με αυξημένη συναλλακτική πολυπλοκότητα ειδικά στη συνεργασία των νοσοκομειακών παρόχων υγείας με τις ασφαλιστικές εταιρείες για προϊόντα υγείας.

Στο πλαίσιο της έρευνας, εξετάστηκε η ισχύς στην αγορά των νοσοκομειακών παρόχων υγείας, η ισχύς στην αγορά των ασφαλιστικών εταιρειών ή/και των διαχειριστών ασφαλιστικών προϊόντων υγείας, τα πιθανά εμπόδια εισόδου στις παραπάνω αγορές, η ασυμμετρία πληροφόρησης των ασθενών ή/και των ασφαλιστικών εταιρειών, και κάθετες σχέσεις που πιθανώς περιορίζουν τον ανταγωνισμό. Παράλληλα, καταγράφηκε αύξηση της ζήτησης για υπηρεσίες υγείας. Ωστόσο, ούτε ο ιδιωτικός ούτε ο δημόσιος τομέας δεν φαίνεται να ανταποκρίνονται στις όλο και αυξανόμενες ανάγκες.

Η ιδιωτική ασφάλιση, αν και καταγράφει αύξηση της ζήτησης για ασφαλιστήρια συμβόλαια (περίπου 10% στη διετία 2023-2024), εξακολουθεί να καλύπτει ένα μικρό ποσοστό των συνολικών δαπανών για την υγεία (4,3% για το 2023, όπως αναφέρεται στην Έκθεση της ΕΑ), τη στιγμή που ποσοστό 35% το 2019 και 34% το 2023 των συνολικών δαπανών υγείας καλύπτεται απευθείας από τα νοικοκυριά (out-of-pocket). Παράλληλα, οι δημόσιες δαπάνες και επενδύσεις στην υγεία ανήλθαν στο 62% το 2022 και είναι χαμηλότερες του ευρωπαϊκού μέσου όρου (81%). Ειδικά όσον αφορά τη δευτεροβάθμια φροντίδα υγείας, στην Έκθεση επισημαίνεται ότι ο αριθμός των δημοσίων νοσοκομείων περιορίστηκε, είτε με τη μέθοδο της συγχώνευσης και της κοινής διοίκησης είτε με τη μέθοδο της μείωσης των κλινικών και ενώ το 2012 η χώρα διέθετε 133 δημόσια νοσοκομεία (ΝΠΔΔ), το 2021 μειώθηκαν σε 124. Αντιστοίχως, μειώθηκε ο αριθμός των κλινών των δημοσίων νοσοκομείων (-1,4% ή -410 κλίνες), ενώ η μικρή αύξηση του αριθμού των ιδιωτικών κλινών (+ 0,3% ή +46 κλίνες) δεν φαίνεται να επαρκεί για την κάλυψη των ολοένα αυξανόμενων αναγκών σε ιδιωτικές υπηρεσίες υγείας.

Βαθμός συγκέντρωσης και νομοθετικό πλαίσιο

Σύμφωνα με την έκθεση, στον κλάδο των ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας εμφανίζεται μέτριος βαθμός συγκέντρωσης, με έξι σημαντικούς ομίλους να δραστηριοποιούνται σε αυτόν και τρεις ισχυρές ανεξάρτητες εταιρείες. Οι εξαγορές που έχουν λάβει χώρα από ξένα επενδυτικά κεφάλαια τα τελευταία έτη δεν έχουν μεταβάλει δραματικά τον βαθμό συγκέντρωσης από το 2019 έως το 2022, παρότι από την έρευνα διαφαίνεται ότι η αντίληψη των ιδιωτικών κλινικών είναι ότι υφίστανται πάροχοι υπηρεσιών υγείας με ισχύ στην αγορά. Κινητικότητα στις εξαγορές παρόχων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας φροντίδας υγείας παρατηρείται έως και σήμερα.

Μέτριος είναι ο βαθμός συγκέντρωσης και στις υπηρεσίες ασφάλισης υγείας, όπου τουλάχιστον δεκατρείς ασφαλιστικές εταιρείες προσφέρουν νοσοκομειακά προγράμματα.

Εξορθολογισμός του ρυθμιστικού πλαισίου για τη λειτουργία των ιδιωτικών κλινικών

Σύμφωνα με την έρευνα της ΕΑ, στον κλάδο νοσοκομειακής ασφάλισης υγείας, δεν προκύπτουν νομικοί ή πραγματικοί φραγμοί στην είσοδο ή στην επέκταση επιχειρήσεων. Το νομοθετικό πλαίσιο είναι δικαιολογημένα αυστηρό, προκειμένου να διασφαλίζεται η οικονομική φερεγγυότητα των ασφαλιστικών εταιρειών και η προστασία της ασφαλιστικής πίστης.

Αντίθετα, στον κλάδο των ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας, το νομοθετικό πλαίσιο, και δη οι προϋποθέσεις αύξησης των κλινών μπορούν να δυσκολέψουν ή να εμποδίσουν μια κλινική από το να προβεί στην εν λόγω αύξηση. Ενδεικτικά, σε δείγμα 25 μονάδων υγείας μόνο 9 έχουν προβεί σε αύξηση του αριθμού των κλινών τους. Σύμφωνα με την Επιτροπή, οι ρυθμιστικές ασυμμετρίες από την παράλληλη εφαρμογή τριών διαφορετικών καθεστώτων αδειοδότησης, λειτουργίας και επέκτασης των κλινών των ιδιωτικών κλινικών φαίνεται να προκαλούν στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό, καθώς τίθενται διαφορετικές προδιαγραφές ως προς το προσωπικό, τον εξοπλισμό, τους χώρους και τον ελάχιστο αριθμό κλινών, με αποτέλεσμα τη διατήρηση κλινικών τριών ταχυτήτων. Από τη μια πλευρά, η διατήρηση του ρυθμιστικού πλαισίου επέτρεψε στις παλαιότερες κλινικές να διατηρήσουν το status quo με χαμηλότερες απαιτήσεις και κόστος λειτουργίας έναντι των καινούριων υποδομών, ωστόσο, καθίσταται δυσκολότερη η δυνατότητα επιχειρηματικής ανάπτυξης μέσω αναβάθμισης των κτηριακών υποδομών και αύξησης της χωρητικότητάς τους. Από την άλλη πλευρά, οι ιδιωτικές κλινικές, που υπάγονται στις νεότερες διατάξεις, λειτουργούν με περισσότερες απαιτήσεις και αυξημένο συγκριτικά κόστος και τίθενται σε μειονεκτική θέση ως προς το θέμα αυτό έναντι των παλαιοτέρων κλινικών. Ως εκ τούτου, κρίνεται σκόπιμος ο περαιτέρω εξορθολογισμός του ρυθμιστικού πλαισίου για τη λειτουργία των ιδιωτικών κλινικών (εγχείρημα που εκκίνησε ήδη με το ν. 4600/2019), προκειμένου να καταστεί ευχερέστερη η αύξηση της δυναμικότητάς τους, για να ανταποκριθούν στην αυξανόμενη ζήτηση σε ιδιωτικές υπηρεσίες υγείας.

Τι προτείνει η Επιτροπή Ανταγωνισμού για την Υγεία

Οι αλλαγές στο νομοθετικό πλαίσιο που διέπει τις ιδιωτικές κλινικές υποστηρίζονται και από τις ασφαλιστικές εταιρείες που συμμετείχαν στην έρευνα της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Σύμφωνα με την έρευνα, πολλές ασφαλιστικές εταιρείες θεωρούν ότι οι συνθήκες ανταγωνισμού στην αγορά ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας έχουν ασκήσει επίδραση στο κόστος ασφάλισης υγείας και συνεπώς στο ύψος του ατομικού ασφαλίστρου. Ειδικότερα, αναφέρουν ότι υφίστανται εμπόδια εισόδου στην αγορά ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας, τα οποία ενισχύουν την ολιγοπωλιακή τάση της αγοράς αυτής και οδηγούν σε μείωση της διαπραγματευτικής ισχύος των μικρότερων ασφαλιστικών εταιρειών ή/και σε αύξηση του κόστους υπηρεσιών υγείας. Σημειώνουν, δε, ότι αυξήθηκε το κόστος της νοσοκομειακής περίθαλψης.

Ο ρόλος των εταιρειών διαχείρισης

Η έρευνα ανέδειξε τη σημασία των επιχειρήσεων παροχής διαχειριστικών υπηρεσιών ασφάλισης υγείας, ως ενός ακόμη κρίκου στις πολυεπίπεδες σχέσεις στον κλάδο της υγείας και ασφάλισης υγείας. Οι εταιρείες αυτές επιφορτίζονται πρωτίστως με τον έλεγχο (gatekeeping) και διαχείριση των ασφαλιστικών περιπτώσεων – αποζημιώσεων, ενεργώντας για λογαριασμό των ασφαλιστικών εταιρειών. Περαιτέρω, οι επιχειρήσεις αυτές συχνά αποτελούν τον ενδιάμεσο στις διαπραγματεύσεις των ασφαλιστικών εταιρειών (ιδίως μεσαίου – μικρού μεγέθους) με τις ιδιωτικές κλινικές.

Στην αγορά αυτήν εντοπίστηκε μικρός αριθμός εταιρειών με τη μεγαλύτερη συγκέντρωση των υπηρεσιών διαχείρισης σε δύο εξ αυτών. Δεν εντοπίστηκαν αποκλειστικότητες στις συμβάσεις των εταιρειών διαχείρισης με ασφαλιστές, με αποτέλεσμα οι δύο εταιρείες να ενεργούν για λογαριασμό περισσοτέρων ασφαλιστών, στους οποίους παρέχουν παρόμοιες υπηρεσίες, έχοντας πρόσβαση και σε εμπορικά ευαίσθητες πληροφορίες, αναγόμενες στη σχέση των ασφαλιστικών με νοσοκομειακούς παρόχους (τιμοκατάλογοι, αποζημιώσεις, περιστατικά, κ.λπ.). Επισημαίνεται ότι οι εταιρείες αυτές δεν εποπτεύονται από την ΤτΕ ή άλλη ρυθμιστική αρχή. Πάντως, δεν προκύπτει από την έρευνα η ύπαρξη συμφωνιών μεταξύ ασφαλιστικών επιχειρήσεων για την από κοινού χρήση των υπηρεσιών των εταιρειών διαχείρισης.

Τάση για καθετοποίηση

Η καθετοποίηση των ασφαλιστικών εταιρειών με τη δραστηριοποίησή τους στον κλάδο της υγείας μπορεί να έχει, σύμφωνα με την οικονομική βιβλιογραφία, ως κυριότερα αποτελέσματα φαινόμενα τύπου patient steering effect και enrollee steering effect. Εκφράζεται, όμως, από τις ιδιωτικές κλινικές η άποψη ότι συνέργειες μεταξύ παρόχων υγείας και ασφαλιστικών εταιρειών θα κατευθύνουν το μεγαλύτερο μέρος των ασφαλισμένων προς τους μεγάλους ομίλους υπηρεσιών υγείας, κάτι το οποίο, όμως, σε κάθε περίπτωση αποτελεί αντικείμενο έρευνας των αρχών ανταγωνισμού στο πλαίσιο προληπτικής εξέτασης των γνωστοποιηθέντων συγκεντρώσεων επιχειρήσεων. Το φαινόμενο της καθετοποίησης παρατηρήθηκε στην Ελλάδα με την εξαγορά της Εθνικής Ασφαλιστικής από τον Όμιλο HHG των κεφαλαίων CVC, και πιο πρόσφατα με την ανακοίνωση της εξαγοράς της Ευρωκλινικής από την Generali.

Συνεχής αύξηση του κόστους, διακρίσεις και αδιαφάνεια στην τιμολόγηση

Τα τελευταία έτη καταγράφεται σταθερά αύξηση στο κόστος ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας, ενώ απασχολεί έντονα το συνεχώς αυξανόμενο κόστος των ασφαλιστικών προγραμμάτων υγείας, χωρίς δυνατότητα των ασφαλισμένων να προβλέψουν τη μελλοντική του εξέλιξη. Επιπλέον, η κλαδική έρευνα της ΕΑ ανέδειξε το ζήτημα της διακριτικής τιμολόγησης πελατών και της αδιαφάνειας στην τιμολόγηση των υπηρεσιών υγείας, γεγονός που καθιστά εξαιρετικά δυσχερή τη σύγκριση υπηρεσιών και επαλήθευση των χρεώσεων με βάση τους δημοσιευμένους τιμοκαταλόγους των ιδιωτικών κλινικών.

Επιπλέον, η τιμολόγηση των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας προς τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα σήμερα ακολουθεί το μοντέλο της διακριτής τιμολόγησης έκαστης υπηρεσίας (fee-for-service), όπου οι πάροχοι υγειονομικής περίθαλψης και οι γιατροί αποζημιώνονται με βάση τον αριθμό και το είδος των υπηρεσιών που παρέχουν βάσει αναλυτικού καταλόγου τιμών.
Συνεπώς, όσο αυξάνεται ο όγκος/ποσότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, τόσο αυξάνεται το ποσό της αποζημίωσης του παρόχου.

Η έρευνα επιβεβαιώνει ότι την τετραετία 2021-2024 οι συνολικές καταβληθείσες αποζημιώσεις των ασφαλιστικών εταιρειών προς νοσοκομειακούς παρόχους κινήθηκαν ανοδικά. Η αύξηση αυτή αποδίδεται σε αυξήσεις στο μέγεθος του χαρτοφυλακίου, στη συχνότητα νοσηλειών και στο μέσο κόστος αποζημίωσης ανά νοσηλεία ως συνέπεια της αύξησης στο κόστος νοσηλείας, στις αμοιβές ιατρών, στη βελτίωση της ιατρικής τεχνολογίας και στις τιμές αναλώσιμων και ειδικών υλικών (βλ. και βασικά μεγέθη).

Η καθολική εφαρμογή των DRGs απαιτεί προσεκτικό σχεδιασμό

Συζήτηση για τυχόν διαφορετικό τρόπο τιμολόγησης των υπηρεσιών υγείας γίνεται αναφορικά με το σύστημα DRGs. Το εν λόγω σύστημα έχει υιοθετηθεί από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες (σε διαφορετικές εκδοχές), λόγω της ανάγκης συστηματικής παρακολούθησης της νοσοκομειακής δραστηριότητας, του ελέγχου του κόστους, καθώς και της βελτίωσης της αποδοτικότητας και της ποιότητας των προσφερόμενων υπηρεσιών, αλλά διαφέρει μεταξύ των χωρών ο τρόπος εφαρμογής του. Το ΣυΚΝΥ αποτελεί την ελληνική εκδοχή της συγκεκριμένης μεθοδολογίας, ωστόσο, εφαρμόζεται υποχρεωτικά μόνο στα νοσοκομεία του ΕΣΥ. Πάντως, ο αρμόδιος φορέας ΚΕΤΕΚΝΥ βρίσκεται σε συζητήσεις με ιδιωτικές κλινικές για την πιλοτική εφαρμογή του ΣυΚΝΥ. Να σημειωθεί ότι οι απόψεις των συμμετεχόντων στην έρευνα περί της προσφορότητας ενός συστήματος τιμολόγησης που στηρίζεται στα DRG αφίστανται: οι μεν ασφαλιστικές εταιρείες και εταιρείες διαχείρισης ασφαλιστικών προϊόντων υγείας τάσσονται συνολικά υπέρ (αναφέροντας αποτελεσματικότητες, όπως διαφάνεια και έλεγχος του κόστους νοσοκομειακής περίθαλψης, προσδιορισμός ύψους αποζημιώσεων, αποτελεσματικότητα και εξοικονόμηση πόρων), οι δε πάροχοι υγείας εκφράζουν μια μικτή εικόνα, επισημαίνοντας π.χ. κινδύνους πιθανής υποβάθμισης των προσφερόμενων υπηρεσιών, περιορισμό διαθέσιμων επιλογών νοσηλείας και θεραπειών.

Τι προτείνει η Επιτροπή Ανταγωνισμού για την Υγεία

Η επίτευξη των στόχων του εν λόγω συστήματος διαφέρει από χώρα σε χώρα, επιπλέον τα εμπειρικά οικονομικά δεδομένα αναφορικά με την εξέλιξη των δαπανών είναι διφορούμενα και, παρότι έχει εφαρμοστεί σε πολλές χώρες, έχουν υπάρξει αδυναμίες/ προβλήματα. Στην Έκθεση υποστηρίζεται ότι τυχόν εφαρμογή του εν λόγω συστήματος σε όλες τις υπηρεσίες υγείας θα πρέπει να γίνει με προσεκτικό σχεδιασμό, προς αποφυγή των αρνητικών συνεπειών που έχει δείξει η διεθνής εμπειρία.

Ιδιαίτερη προσοχή στον σχεδιασμό και εφαρμογή του νέου δείκτη ΕΔΑ

Η Επιτροπή Ανταγωνισμού συνιστά ιδιαίτερη προσοχή στον σχεδιασμό και εφαρμογή του νέου δείκτη ΕΔΑ, ο οποίος θα αντικαταστήσει τον ΕΔΥ (σ.σ.: με τον οποίο συνδέθηκε η αύξηση των ασφαλίστρων κατά τη διετία 2024-2025). Όπως σημειώνεται σχετικά στην Έκθεση, πέραν των προβληματισμών που ανάγονται στη διαφάνεια των συμβατικών όρων και στην αντικειμενικότητα, καταλληλότητα, επαληθευσιμότητα και προσβασιμότητα των παραγόντων που θα ληφθούν υπόψη για τη διαμόρφωση του δείκτη –ζητήματα που ανάγονται κατεξοχήν στην προστασία των καταναλωτών–, δημιουργείται ένας γενικότερος προβληματισμός σχετικά με το ενδεχόμενο πρόκλησης σοβαρών στρεβλώσεων στον ανταγωνισμό για τους εξής λόγους:

Πρώτον, ο εξωγενής καθορισμός του δείκτη αναπροσαρμογής ασφαλίστρων σε μακροχρόνια συμβόλαια ασφάλισης υγείας αφαιρεί, έως έναν βαθμό, την πίεση από τις ασφαλιστικές εταιρείες να διαπραγματευτούν χαμηλότερες αποζημιώσεις με τους παρόχους υγείας. Οι ασφαλιστικές εταιρείες μπορούν πιο εύκολα να πάρουν τη θέση ενός παθητικού μεσάζοντα, ο οποίος μετακυλύει τις χρεώσεις στους ασφαλισμένους/καταναλωτές.

Δεύτερον, αν και η νομοθεσία δεν «επιβάλλει» αντίστοιχες αυξήσεις στα ασφάλιστρα, οπωσδήποτε τις «αντικειμενικοποιεί» στα μάτια των καταναλωτών, μέσω της ύπαρξης ενός εγκεκριμένου από το κράτος δείκτη αύξησης κόστους. Συνεπώς, και εξ αυτής της απόψεως μειώνει την πίεση στις ασφαλιστικές εταιρείες για διαπραγμάτευση τιμών με τους παρόχους υγείας, και οι καταναλωτές γίνονται παθητικοί δέκτες των αναπροσαρμογών, με σχεδόν ανύπαρκτες, όπως προαναφέρθηκε, εναλλακτικές επιλογές (αποδοχή των αυξήσεων ή καταγγελία, με σοβαρή περιουσιακή ζημία και χαμηλές πιθανότητες εκ νέου ασφάλισης).

Τρίτον, η ύπαρξη του δείκτη δημιουργεί ένα εστιακό σημείο (focal point) για την αύξηση τιμών. Οι ασφαλιστικές εταιρείες δεν έχουν πλέον το κίνητρο να επιδοθούν σε τιμολογιακό ανταγωνισμό· αντιθέτως, έχουν το κίνητρο να αναπροσαρμόσουν τα ασφάλιστρα με βάση τον δείκτη. Η δε νομοθέτηση και δημοσίευση ενός ενιαίου τρόπου αναπροσαρμογής ασφαλίστρων καταργεί την ανάγκη επικοινωνίας (ρητής συμπαιγνίας) μεταξύ των επιχειρήσεων, η οποία θα ήταν υποκείμενη σε έλεγχο με βάση τις διατάξεις περί ανταγωνισμού. Ακολουθώντας τον νομοθετημένο δείκτη, οι επιχειρήσεις μπορούν να προβούν σε εναρμονισμένη αναπροσαρμογή των ασφαλίστρων.

Κωδικοποίηση/τυποποίηση των υπηρεσιών/προϊόντων και εποπτεία των παρόχων

Επιπροσθέτως, η έρευνα ανέδειξε το ειδικότερο ζήτημα της αδιαφάνειας στις χρεώσεις υπηρεσιών υγείας και ασφάλισης υγείας. Αν και η ασύμμετρη πληροφόρηση μεταξύ του κατόχου των γνώσεων για το αγαθό της υγείας σε σύγκριση με τις γνώσεις του ασθενή είναι εγγενές χαρακτηριστικό των αγορών παροχής υπηρεσιών υγείας, η έλλειψη διαφάνειας, προβλεψιμότητας και συγκρισιμότητας στις τιμές, τόσο των υπηρεσιών υγείας όσο και των υπηρεσιών ασφάλισης υγείας, εντείνει το πρόβλημα αυτό και αφαιρεί οποιαδήποτε δυνατότητα του καταναλωτή/ασθενή να επιλέξει ιδιωτική κλινική ή ασφαλιστικό οργανισμό βάσει κόστους, και εν τέλει να έχει έλεγχο επί των δαπανών του σε ένα τόσο σημαντικό αγαθό. Στο πλαίσιο αυτό, είναι σίγουρα ωφέλιμο για τον καταναλωτή το γεγονός ότι οι ιδιωτικές κλινικές υποχρεούνται να δημοσιοποιούν στην ιστοσελίδα τους τιμοκατάλογο των υπηρεσιών και προϊόντων που παρέχονται από αυτές. Προτείνεται, ωστόσο, από την Επιτροπή Ανταγωνισμού η κωδικοποίηση/τυποποίηση των υπηρεσιών/προϊόντων των τιμοκαταλόγων, ώστε να διευκολυνθεί έτι περαιτέρω ο καταναλωτής στη σύγκριση των τιμών, να ενισχυθεί η διαφάνεια και εν τέλει η καταναλωτική συνείδηση. Περαιτέρω, συνιστάται εποπτεία των παρόχων, όχι μόνο αναφορικά με την τυπική τους συμμόρφωση με την υποχρέωση ανάρτησης τιμοκαταλόγων, αλλά και αναφορικά με φαινομενικά τεχνικές λεπτομέρειες υλοποίησης, που θα διασφαλίσουν την ομοιογένεια, διαχειρισιμότητα και συγκρισιμότητα της αναρτώμενης πληροφορίας. Με τον τρόπο αυτόν, δύναται να ενισχυθεί η καταναλωτική συνείδηση, ενισχύοντας εμμέσως τον ανταγωνισμό στον κλάδο.

Ενίσχυση της πληροφόρησης & ανταγωνισμός σε όρους ποιότητας και ασφάλειας

Περαιτέρω ενίσχυση της πληροφόρησης των καταναλωτών και της διαφάνειας αναφορικά με τους όρους των ασφαλιστηρίων συμβολαίων υγείας εκτιμάται ότι θα συνεισφέρει στη βελτίωση της θέσης του καταναλωτή για την αναζήτηση ασφαλιστικής εταιρείας που θα καλύψει τις ανάγκες του και θα του προσδώσει καλύτερη διαπραγματευτική θέση, το οποίο θα ενισχύσει τον ανταγωνισμό μεταξύ των ασφαλιστικών εταιρειών.

Τέλος, σύμφωνα με την ΕΑ, σημαντικός παράγοντας που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι το ότι, αναφορικά με την υγεία, ως δημόσιο αγαθό, είναι κοινωνικά επιθυμητό και επωφελές να συντελείται ανταγωνισμός και σε όρους ποιότητας και ασφάλειας, και όχι μόνο σε επίπεδο τιμών. Δεδομένου τούτου, τυχόν διαρθρωτικά μέτρα θα πρέπει να δομούνται με τέτοιον τρόπο, ώστε να προσφέρουν κίνητρα για τη βελτίωση της ποιότητας και αντικίνητρα για την υποβάθμισή της.

Αύξηση κόστους υπηρεσιών υγείας – βασικά μεγέθη

● Αύξηση του ΔΤΚ Υγείας ΕΛΣΤΑΤ κατά 12% το 2024, έναντι του 2018.
● Αύξηση του μέσου κόστους αποζημίωσης περιστατικού μακροχρονίων ασφαλιστηρίων συμβολαίων κατά μέσο όρο 3,46% ετησίως την περίοδο 2020-2023.
● Αύξηση του όγκου υπηρεσιών ανά περιστατικό μακροχρονίων ασφαλιστηρίων συμβολαίων κατά μέσο όρο 2,85% ετησίως την περίοδο 2020-2023.
● Διπλάσιος ρυθμός αύξησης των συνολικών αποζημιώσεων το 2023, έναντι του 2022, ρυθμός που διατηρήθηκε στα ίδια επίπεδα και το 2024 (περίπου 15%). Η αύξηση αυτή αποδίδεται κυρίως στην αύξηση του πλήθους περιστατικών (νοσηρότητα), στη γήρανση του πληθυσμού και στην αύξηση του κόστους νοσοκομειακής περίθαλψης.
● Ανοδική τάση του ποσοστού απορρίψεων από τις ασφαλιστικές εταιρείες των αιτημάτων αποζημιώσεων των παρόχων υγείας.
  1. Σημειώνεται σχετικά ότι για τους σκοπούς έκδοσης της τελικής Έκθεσης, εστάλησαν ερωτηματολόγια στις μεγαλύτερες, βάσει κύκλου εργασιών, 16 ιδιωτικές κλινικές, 13 ασφαλιστικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον κλάδο ασφάλισης υγείας καθώς και σε 4 εταιρείες παροχής υπηρεσιών διαχείρισης ασφαλιστικών προϊόντων υγείας. Τέλος, επιστολές εστάλησαν και στο Υπουργείο Υγείας, τον ΕΟΠΠΥ και το Κέντρο Τεκμηρίωσης και Κοστολόγησης των Νοσοκομειακών Υπηρεσιών Ανώνυμη Εταιρεία (ΚΕΤΕΚΝΥ). ↩︎

Ακολουθήστε την ασφαλιστική αγορά στο Google News