Άρθρα

Πότε ο ασφαλιστής δεν υποχρεούται να σας αποζημιώσει

Η ασφαλιστική αξία και η σχέση της με το ύψος της καταβλητέας αποζημίωσης κατά την επέλευση του κινδύνου

Του Θεόδωρου Κουτσούμπα, Δικηγόρου – Διδάκτορα Νομικής (e-mail: [email protected])
Σε συνεργασία με το περιοδικό ΣΥΝήΓΟΡΟΣ

Συχνά, στην πράξη, αντιμετωπίζονται προβλήματα σε σχέση με την προσδιοριζόμενη κατά τον χρόνο της σύναψης της ασφαλιστικής σύμβασης ασφαλιστική αξία, όταν αυτή υπολείπεται της πραγματικής.

Στις περιπτώσεις αυτές, σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ. 1 του Ν. 2496/1997, ο ασφαλιστής δεν υποχρεούται στην καταβολή ολόκληρης της ζημίας, αλλά περιορίζεται αναλόγως.

Εφαρμόζοντας τη διάταξη αυτή το ΕφΑθ, σε απόφασή του (ΕφΑθ 4192/2015, ΔΕΕ Μάιος 2016, σελ. 697 επ.) έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι:

«(…) Αποδείχθηκε επίσης ότι με σχετικές συμβάσεις ασφάλισης, που καταρτίστηκαν μεταξύ των εναγόντων και της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας, η τελευταία ανέλαβε την ασφάλιση της παραπάνω κατοικίας και του περιεχομένου της για τον κίνδυνο της πυρκαγιάς, έναντι των ασφαλίστρων που ορίζονται σε κάθε σύμβαση. Συγκεκριμένα με το με αρ. … ασφαλιστήριο συμβόλαιο που εκδόθηκε επί της καταρτισθείσας, μεταξύ της ενάγουσας και της εναγομένης, σύμβασης ασφάλισης, η πρώτη ασφάλισε στη δεύτερη για τον κίνδυνο πυρκαγιάς την ως άνω κατοικία μέχρι του ασφαλιστικού ποσού των 747.037 ευρώ, με διάρκεια ασφάλισης από 1.3.2009 έως 1.3.2010 και δικαιούχο την ίδια, ενώ με το με αρ. … ασφαλιστήριο συμβόλαιο που εκδόθηκε επί της καταρτισθείσας μεταξύ του ενάγοντος και της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας ασφαλιστικής σύμβασης, ο πρώτος ασφάλισε στη δεύτερη για τον ίδιο κίνδυνο πυρκαγιάς το ανήκον στην κυριότητά του περιεχόμενο της εν λόγω κατοικίας μέχρι του ασφαλιστικού ποσού των 145.000 ευρώ, με την ίδια διάρκεια της ασφαλιστικής κάλυψης (1.3.2009 έως 1.3.2010) και δικαιούχο τον ίδιο. Στις 17.1.2010 και ώρα 8.24΄ εκδηλώθηκε πυρκαγιά στον χώρο του μηχανοστασίου του υδραυλικού ανελκυστήρα που βρίσκεται στο υπόγειο α΄ του ως άνω κτηρίου (…).

Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι η αξία των ασφαλισθέντων πραγμάτων (της κατοικίας και του περιεχομένου της) καθορίστηκε με βάση τις δηλώσεις των ληπτών της ασφάλισης εναγόντων. Σε αμφότερες δε τις περιπτώσεις δεν αποδεικνύεται εγγράφως ότι έλαβε χώρα ξεχωριστή συμφωνία για την αποτίμηση της ασφαλιστικής περιουσίας (συμβατική εκτίμηση), δεδομένου και ότι στα σχετικά ασφαλιστήρια συμβόλαια δεν περιέχεται όρος από τον οποίο να προκύπτει σαφώς ότι οι αντισυμβαλλόμενοι προέβησαν σε τέτοια ξεχωριστή συμφωνία, και συνεπώς, η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία δεν στερείται του δικαιώματος να αποδείξει μικρότερη αξία των ασφαλισθέντων πραγμάτων.

Αποδείχθηκε επίσης από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία ότι η αξία που δηλώθηκε κατά τη σύναψη των ασφαλιστικών συμβάσεων, τόσο για την κατοικία όσο και για το περιεχόμενό της, με βάση την οποία καθορίστηκε αντίστοιχα το ασφαλιζόμενο κεφάλαιο, υπολειπόταν της τρέχουσας αξίας, δηλαδή της αξίας κατά τον χρόνο επέλευσης του κινδύνου. (…)

Κατά συνέπεια, λόγω του ότι η αξία που δηλώθηκε κατά τη σύναψη των ασφαλιστικών συμβάσεων, τόσο για την κατοικία όσο και για το περιεχόμενό της, με βάση την οποία και καθορίστηκε το ασφαλιζόμενο κεφάλαιο, υπολειπόταν της τρέχουσας, συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση υπασφάλισης, δεδομένου ότι, κατά τα προεκτεθέντα, δεν πρόκειται για περίπτωση ολικής απώλειας των ασφαλισθέντων πραγμάτων και επομένως, η κατ’ άρθρο 17 παρ. 1 του Ν. 2496/1997 ένσταση της εναγομένης πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη. Έτσι, η οφειλομένη ασφαλιστική αποζημίωση προκύπτει, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, από τον κανόνα ζημία επί ασφαλιστικό ποσό διά ασφαλιστική αξία ίσον αποζημίωση. Δηλαδή, για μεν την κατοικία, δεδομένου ότι κατά τα προαναφερθέντα η ζημία ανέρχεται σε 452.079,93 ευρώ, η δηλωθείσα αξία σε 747.037 ευρώ και η τρέχουσα αξία σε 1.510.000 ευρώ, ανέρχεται στο ποσό των (452.079,25 x 747.037 : 1.510.000) 223.655,62 ευρώ, για δε το περιεχόμενο της κατοικίας η ασφαλιστική αποζημίωση, δεδομένου ότι κατά τα προαναφερθέντα η ζημία ανέρχεται σε 158.310,25 ευρώ, η δηλωθείσα αξία σε 145.000 ευρώ και η τρέχουσα αξία σε 200.000 ευρώ, ανέρχεται στο ποσό των (158.310,25 x 145.000 : 200.000) 114.774,93 ευρώ.

Με βάση όλα τα δεδομένα αυτά, η εκκαλούμενη απόφαση, που έκρινε ομοίως και δέχθηκε εν μέρει τις δύο ως άνω συνεκδικαζόμενες αγωγές ως βάσιμες κατ’ ουσίαν, κατά τα ποσά των 114.774,93 και των 223.665,62 ευρώ αντίστοιχα, ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και είναι απορριπτέα ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι οι λόγοι των συνεκδικαζόμενων αντιθέτων εφέσεων που υποστηρίζουν τα αντίθετα και αυτές οι εφέσεις στο σύνολό τους (…)».

Εγγραφείτε στο NewsLetter μας