Διεθνή

ΔΝΤ: Κίνδυνος για τις ευρωπαϊκές ασφαλιστικές εταιρείες Ζωής

Οι αναλυτές του ΔΝΤ, Reinout De Bock, Andrea Maechler και Nobuyasu Sugimoto, προειδοποιούν ότι τα χαμηλά επιτόκια στη ζώνη του ευρώ θα δημιουργήσουν σοβαρά προβλήματα στον κλάδο ασφάλισης ζωής. Υποστηρίζουν, πιο συγκεκριμένα, ότι οι ευρωπαϊκές ασφαλιστικές εταιρείες Ζωής ακολουθούν μη βιώσιμο επιχειρηματικό μοντέλο.

Στην ανάλυσή τους, μεταξύ άλλων, αναφέρουν ότι οι ασφαλιστικές εταιρείες ιδιαίτερα στη Γερμανία και στη Σουηδία– προσφέρουν στους πελάτες τους μακροπρόθεσμα συμβόλαια που μερικές φορές ξεπερνούν τα 30 χρόνια, χωρίς να κατέχουν περιουσιακά στοιχεία για μια τόσο μεγάλη διάρκεια. Επιπλέον, πολλά συμβόλαια εγγυώνται γενναιόδωρες αποδόσεις στη λήξη τους, οι οποίες δεν είναι δυνατόν να επιτευχθούν στο σημερινό περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων.

 

Επικαλούμενοι τα stress tests του 2014, αναφέρουν ότι αυτά έδειξαν ότι οι ευρωπαϊκές ασφαλιστικές εταιρείες Ζωής είναι ευάλωτες σε ένα ακραίο σενάριο χαμηλών επιτοκίων (“Japaneselikescenario). Ειδικότερα, σημειώνουν ότι τα stres stestsπου διενεργήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (EIOPA) αποκάλυψαν το μέγεθος και το επείγον του προβλήματος. Στο πλαίσιο ενός Japaneselikeσεναρίου, με μια παρατεταμένη περίοδο χαμηλών επιτοκίων, σχεδόν το ένα τέταρτο των ασφαλιστών δεν ήταν σε θέση να καλύψουν τις κανονιστικές απαιτήσεις τους. Ως σύνολο, αναμένεται ότι οι ταμειακές ροές της ασφαλιστικής βιομηχανίας θα βρεθούν κάτω από σοβαρές πιέσεις σε περίπου 8-11 χρόνια.

Αυτά τα αποτελέσματα είναι πιο ανησυχητικά από ό,τι φαίνονται, υποστηρίζουν στη συνέχεια και αιτιολογούν ως εξής την άποψή τους:

Πρώτον, η Ευρώπη αντιμετωπίζει σήμερα ένα πιο σοβαρό σενάριο σε σχέση με εκείνο που χρησιμοποιείται στα τεστ αντοχής, καθώς τα επιτόκια είναι σημαντικά χαμηλότερα και αναμένεται να παραμείνουν χαμηλά για κάποιο χρονικό διάστημα. Υπό αυτές τις συνθήκες, το ερώτημα που τίθεται είναι: Πόσες ασφαλιστικές εταιρείες ζωής δεν μπορούν σήμερα να καλύψουν τις κανονιστικές απαιτήσεις τους και πόσο γρήγορα αυτός ο αριθμός είναι πιθανό να αυξηθεί με την πάροδο του χρόνου;

Δεύτερον, οι λεγόμενες “Long-Term Guarantee”  προσαρμογές που προβλέπονται στο Solvency II συμβάλλουν στην άμβλυνση των βραχυπρόθεσμων επιπτώσεων της πίεσης, αλλά μπορεί να μην είναι ρεαλιστικό πλαίσιο για τις πιέσεις που δέχεται ολόκληρη η ασφαλιστική βιομηχανία. Τέτοιες προσαρμογές θα βοηθήσουν τους ασφαλιστές ζωής να αντιμετωπίσουν τις προσωρινές ελλείψεις κεφαλαίων, αλλά γίνονται πιο προβληματικές, όταν ολόκληρη η βιομηχανία υποφέρει από το ίδιο περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων για παρατεταμένη χρονική περίοδο.

Για παράδειγμα, κάτω από ένα “Japanese-like scenario”, οι κανονιστικές προσαρμογές θα αύξαναν την αξία των περιουσιακών στοιχείων των ασφαλιστών με ταχύτερους ρυθμούς από ό,τι των υποχρεώσεών τους. Αλλά σε ένα παρατεταμένο περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων, η παρούσα προεξοφλημένη αξία των μελλοντικών υποχρεώσεων θα πρέπει να αυξηθεί περισσότερο από την αξία των περιουσιακών στοιχείων, καθώς τα περιουσιακά στοιχεία που λήγουν θα πρέπει να επανεπενδυθούν με χαμηλότερες αποδόσεις.

 

Ορισμένες ευρωπαϊκές ασφαλιστικές εταιρείες ζωής είναι ιδιαίτερα ευάλωτες

Σύμφωνα με όσα αναφέρουν οι τρεις αναλυτές, μεσαίου μεγέθους ασφαλιστικές εταιρείες με εγγυημένες αποδόσεις και μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις που δεν συνοδεύονται από παρόμοια μακροχρόνιας διάρκειας περιουσιακά στοιχεία, αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα υψηλό και αυξανόμενο κίνδυνο κατάρρευσης.

Σύμφωνα με την ΕIOPA, περισσότερες από τις μισές ευρωπαϊκές ασφαλιστικές εταιρείες ζωής εγγυώνται αποδόσεις στους επενδυτές τους που υπερβαίνουν την απόδοση του 10ετούς κρατικού ομολόγου –με τον τρόπο αυτό θα υποστούν ανεπιθύμητα αρνητικές επενδυτικές αποδόσεις. Στη Γερμανία, για παράδειγμα, παρά την πρόσφατη μείωση στο 1,25% για τα νέα προϊόντα, η εγγυημένη απόδοση επί του συνόλου των συμβολαίων είναι περίπου 3,2%, τη στιγμή που η απόδοση του 10ετούς ομολόγου είναι περίπου στο 0,3%.

Το πρόβλημα επιδεινώνεται για τις ασφαλιστικές που εμφανίζουν μεγάλες αναντιστοιχίες στη διάρκεια, όταν δηλαδή τα περιουσιακά τους στοιχεία είναι μικρότερα σε σχέση με την ημερομηνία λήξης των υποχρεώσεών τους.

Τα περιουσιακά στοιχεία που έχουν ωριμάσει θα πρέπει να επανεπενδυθούν στις τρέχουσες χαμηλότερες αποδόσεις και δεν θα καταφέρουν να αντισταθμίσουν ικανοποιητικά την υψηλότερη τιμή των πιο μακροπρόθεσμων υποχρεώσεων, ειδικά όταν αυτές έχουν καθοριστεί σε εγγυημένες τιμές. Στη Γερμανία και τη Σουηδία, που κατείχαν το 20% των μικτών εγγεγραμμένων ασφαλίστρων, στο τέλος του 2013, η διάρκεια των αναντιστοιχιών ξεπερνά τα 10 χρόνια, καθώς και η αρνητική επένδυση των spreads.

Η αγορά των ασφαλίσεων ζωής διαφέρει από χώρα σε χώρα. Στις ΗΠΑ, οι ασφαλιστικές εταιρείες ζωής φαίνονται λιγότερο ευαίσθητες στους κινδύνους που συνδέονται με τα χαμηλά επιτόκια, γεγονός που αντικατοπτρίζει τη σύνθεση του προϊόντος και τις πιο ευνοϊκές οικονομικές προοπτικές των ΗΠΑ. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, ο κλάδος ασφαλειών ζωής στην Ιαπωνία αντιμετώπιζε παρόμοια προβλήματα με αυτά που αντιμετωπίζουν σήμερα οι γερμανικές και σουηδικές ασφαλιστικές εταιρείες ζωής, με υψηλές εγγυημένες αποδόσεις και μεγάλες αναντιστοιχίες διάρκειας. Χρειάστηκαν περισσότερα από 20 χρόνια και η αποτυχία οκτώ ασφαλιστικών εταιρειών μεσαίου μεγέθους, για να μπορέσει ο κλάδος να μειώσει τις εγγυημένες αποδόσεις και να συντομεύσει τη διάρκεια των αναντιστοιχιών.

 

Κίνδυνος μετάδοσης στο ευρύτερο χρηματοπιστωτικό σύστημα

Όπως υποστηρίζεται σχετικά, η κατάρρευση μιας ή περισσότερων μεσαίου μεγέθους ασφαλιστικών θα μπορούσε να προκαλέσει απώλεια της εμπιστοσύνης για όλο τον ασφαλιστικό κλάδο. Αν, μάλιστα, θεωρηθεί ότι αντανακλά ένα πρόβλημα ολόκληρης της ασφαλιστικής βιομηχανίας, είναι πιθανόν να εξαπλωθεί και σε άλλους τομείς.

Η πολυπλοκότητα των ασφαλιστικών εργασιών και τα περιορισμένα δημόσια οικονομικά μπορούν, επίσης, να συμβάλουν στην εν λόγω μετάδοση. Η απουσία ενός συστήματος προστασίας των αντισυμβαλλομένων ή ενός συνόλου κοινών ελάχιστων προτύπων για ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, που υπάρχουν στην Ιαπωνία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, μεγεθύνει τέτοιους κινδύνους.

Η υψηλή και αυξανόμενη διασυνδεσιμότητα μεταξύ του ασφαλιστικού κλάδου και του ευρύτερου χρηματοοικονομικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι μια άλλη πηγή πιθανής διάχυσης.

Καθώς η ασφαλιστική βιομηχανία είναι ο μεγαλύτερος θεσμικός επενδυτής, με κεφάλαια ύψους €4,4 τρις στον ευρωπαϊκό ιδιωτικό τομέα, σοβαρές πιέσεις των ταμειακών ροών σε μία ασφαλιστική εταιρεία θα μπορούσαν να προκαλέσουν αναταράξεις σε ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα.

 

Τι μπορούν να κάνουν όσοι χαράσσουν πολιτικές

Σύμφωνα με τους αναλυτές του ΔΝΤ, οι ρυθμιστικές αρχές πρέπει να αντιμετωπίσουν έγκαιρα τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι ασφαλιστές ζωής. Θα πρέπει να επανεκτιμήσουν τη βιωσιμότητα των προϊόντων εγγυημένης απόδοσης και να εργαστούν για να προσαρμοστούν αυτές οι εγγυημένες αποδόσεις με τις τάσεις των επιτοκίων.

Ρυθμιστικές και εποπτικές αρχές θα πρέπει, επίσης, να επιδιώξουν να μετριάσουν τις καταστροφικές επιπτώσεις από τις πιθανές δυσκολίες σε μεμονωμένες ασφαλιστικές εταιρείες. Να παρουσιάσουν ένα πιο εναρμονισμένο δίχτυ ασφαλείας, το οποίο θα προστατεύει τους ασφαλισμένους και θα εξασφαλίζει επαρκή ρυθμιστικά εργαλεία, που θα αντιμετωπίζουν άμεσα τις αδυναμίες των θεσμικών οργάνων και θα αυξήσουν περαιτέρω την ανθεκτικότητα της ασφαλιστικής βιομηχανίας. Τέλος, οι ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να συνεχίσουν να προωθούν τη διαφάνεια και τη δημοσιοποίηση στοιχείων των ασφαλιστών ζωής.

Καταλήγοντας, δεν παραλείπουν να τονίσουν ότι, παρά τις σημαντικές προσπάθειες των ευρωπαϊκών ρυθμιστικών αρχών για την ενίσχυση της διαφάνειας, μεταξύ άλλων μέσω της δημοσίευσης των ολοκληρωμένων αποτελεσμάτων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, παραμένει δύσκολο να εκτιμηθεί η πραγματική θέση της φερεγγυότητας των ασφαλιστικών εταιρειών.

Πηγή: blog-imfdirect.imf.org/

Εγγραφείτε στο NewsLetter μας