Ο ρόλος των συμπληρωματικών ασφαλίσεων ζωής στην ενίσχυση του ΑΕΠ και την αποταμίευση
Γράφουν οι κ.κ. Παναγιώτης Ξένος, Επίκουρος Καθηγητής Ασφαλιστικής Επιστήμης, Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Γεώργιος Μεσσήνιος, Υποψήφιος Διδάκτορας, Τμήμα Στατιστικής και Ασφαλιστικής Επιστήμης, Πανεπιστήμιο Πειραιώς, και Κωνσταντίνος Σταθόπουλος, Υποψήφιος Διδάκτορας, Τμήμα Στατιστικής, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Το εγχώριο αποταμιευτικό κενό, σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη δημογραφική γήρανση, δημιουργούν έναν εκρηκτικό συνδυασμό, απειλητικό για τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού μας συστήματος. Για να ευοδωθεί ο στόχος αύξησης της εθνικής αποταμίευσης, είναι αναγκαία η θεσμική ενίσχυση του ρόλου των συμπληρωματικών ασφαλίσεων ζωής. Προς τούτο, οι συντάκτες του άρθρου καταθέτουν συγκεκριμένες προτάσεις πολιτικής, βασισμένες, μεταξύ άλλων, σε πρόσφατη μελέτη του Πανεπιστημίου Πειραιά –παρουσιάστηκε, στο Ζάππειο Μέγαρο, στην 7η Εθνική Συνδιάσκεψη Εκλεγμένων Ασφαλιστικών Διαμεσολαβητών στα Επιμελητήρια της χώρας–, η οποία εξέτασε τη σχέση μεταξύ μακροοικονομικών παραγόντων και της αγοράς ασφάλισης ζωής στην Ελλάδα.
Η ασφάλιση ζωής διαδραματίζει διττό ρόλο, καθώς λειτουργεί τόσο ως μηχανισμός αποταμίευσης όσο και ως μέσο διαγενεακής μεταβίβασης πλούτου, προσφέροντας οικονομική προστασία έναντι του κινδύνου της θνησιμότητας και της μακροζωίας. Η ελκυστικότητά της ενισχύεται συχνά από ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση και ευέλικτες δομές παροχών, οι οποίες μπορεί να περιλαμβάνουν εφάπαξ καταβολές, ισόβιες ή περιοδικές προσόδους (annuities) ή υβριδικές μορφές. Τα εν λόγω προϊόντα συνήθως διαρθρώνονται ώστε να παρέχουν είτε κάλυψη συγκεκριμένης διάρκειας είτε ισόβια προστασία, με αποδόσεις που μπορεί να είναι εγγυημένες ή συνδεδεμένες με την απόδοση επενδύσεων.
Η κατανόηση της ασφαλιστικής αγοράς μέσα σε ένα μακροοικονομικό πλαίσιο είναι κρίσιμη, καθώς επηρεάζεται έντονα από αυτό. Οι δυνάμεις που επηρεάζουν την αγορά ασφάλισης είναι δημογραφικοί, κοινωνικοί, μακροοικονομικοί, πολιτισμικοί και θεσμικοί παράγοντες (Bah και Abila) και καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τη ζήτηση για ασφάλιση ζωής (Hussels et al.). Η εκτεταμένη εμπειρική έρευνα έχει διερευνήσει τη σχέση μεταξύ αυτών των παραγόντων και της ζήτησης για ασφάλιση ζωής, χρησιμοποιώντας συχνά γραμμικά μοντέλα παλινδρόμησης panel, για να εκτιμηθεί η κατεύθυνση και το μέγεθος της επίδρασής τους. Σημαντική συνεισφορά σε αυτό το πεδίο περιλαμβάνει η μελέτη των Elango και Jones.
Η Εικόνα 1 συγκρίνει τα τριμηνιαία ακαθάριστα εγγεγραμμένα ασφάλιστρα ζωής με το ονομαστικό ΑΕΠ για την περίπτωση της Ελλάδας. Παράλληλα, παρατίθενται οι συντελεστές συσχέτισης μεταξύ των ασφαλίστρων ζωής (life) και γενικών ασφαλίσεων (non-life). Τα ευρήματα δείχνουν μέτρια έως ισχυρή θετική συσχέτιση μεταξύ κάθε κατηγορίας ασφάλισης, υποδηλώνοντας σημαντική διαχρονική σταθερότητα. Ειδικότερα, τα ασφάλιστρα ζωής παρουσιάζουν αξιοσημείωτη θετική συσχέτιση με το ΑΕΠ (r = 0.65). Τα αποτελέσματα αυτά υποδηλώνουν ότι η οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα συνδέεται στενότερα με τη δυναμική των ασφαλίσεων ζωής, και κινούνται παράλληλα με την ευρύτερη οικονομική επίδοση.
EIKONA 1
Παράγοντες που επηρεάζουν τη ζήτηση για ασφάλιση ζωής
Η σχετική βιβλιογραφία αποκαλύπτει πως υπάρχει πληθώρα παραγόντων που επηρεάζουν τη ζήτηση για ασφάλιση ζωής, η διερεύνηση των οποίων έχει αποτελέσει αντικείμενο συστηματικού επιστημονικού ενδιαφέροντος επί πολλές δεκαετίες. Ενδεικτικά παραδείγματα αποτελούν οι μελέτες των Desrochers και Outreville και Luciano et al. Μερικοί από τους παράγοντες που διαμορφώνουν τη ζήτηση για ιδιωτική ασφάλιση είναι το εισόδημα, ο πληθωρισμός, η ανεργία, ο τραπεζικός τομέας, το επιτόκιο, οι μεταβλητές οικονομικού κλίματος και ο πληθυσμός. Παρακάτω παρατίθενται οι κύριες επιδράσεις για κάθε παράγοντα που επηρεάζει τη ζήτηση για ασφάλιση ζωής.
1. Εισόδημα: Ως ανώτερο αγαθό (Superior Good), η ασφάλιση ζωής αναμένεται να παρουσιάζει αύξηση ασφαλίστρων με την αύξηση του εισοδήματος, όπως υποδεικνύει η ελαστικότητά της ως προς το εισόδημα. Παράλληλα, ενισχύεται τόσο η ανάγκη για κάλυψη έναντι κινδύνων θνησιμότητας όσο και η δυνατότητα αποταμίευσης. Ωστόσο, η ελαστικότητα αυτή δεν αποτελεί σταθερό μέγεθος (Chang και Lee) και μπορεί να διαφέρει σημαντικά από χώρα σε χώρα.
2. Πληθωρισμός: Κατά τις περιόδους υψηλού πληθωρισμού, η εμπιστοσύνη των καταναλωτών στη μακροπρόθεσμη αξία του χρήματος υπονομεύεται, με αποτέλεσμα να αποφεύγουν τα χρηματοοικονομικά προϊόντα σταθερού επιτοκίου, όπως συμβαίνει συνήθως με τα ασφαλιστήρια ζωής, και στρέφουν τις επενδυτικές τους επιλογές προς μετοχικές επενδύσεις, των οποίων οι αξίες τείνουν να αυξάνονται παράλληλα με τις τιμές. Έτσι, οι ασφαλιστικές εταιρείες στερούνται δυνητικών πελατών. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχουν και κάποια περιορισμένα ευρήματα, που δείχνουν ότι ο πληθωρισμός μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να λειτουργήσει ως ενισχυτικός παράγοντας της κατανάλωσης ασφαλιστικών προϊόντων ζωής (Zerriaa και Noubbigh).
3. Ανεργία: Παρόλο που ποσοστό του εργατικού δυναμικού που αναζητά εργασία αποτελεί σημαντικό δείκτη που συνοψίζει την κατάσταση μιας οικονομίας, είναι αξιοσημείωτο ότι πολύ λίγες μελέτες το έχουν εξετάσει στο πλαίσιο της ασφάλισης ζωής. Ένας ακόμη λόγος για την απουσία της μεταβλητής αυτής είναι ότι οι καταναλωτές που ανησυχούν για τη σταθερότητα της εργασίας τους είναι λιγότερο πιθανό να διαθέσουν μέρος του εισοδήματός τους σε ασφαλιστικά προϊόντα. Από την άλλη πλευρά, αξίζει να σημειωθεί ότι σε ένα περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού και ανεργίας, η οικονομική ανάπτυξη δεν κατανέμεται ομοιόμορφα μεταξύ των οικονομικών παραγόντων και, ως εκ τούτου, δεν επηρεάζει ουσιαστικά την παραγωγή ασφαλίστρων.
4. Τραπεζικός τομέας: Όταν ο τραπεζικός τομέας λειτουργεί ομαλά, οι καταναλωτές τείνουν να αντιμετωπίζουν θετικά τον ευρύτερο χρηματοοικονομικό τομέα, στον οποίο περιλαμβάνεται και η ιδιωτική ασφάλιση. Οι ίδιοι παράγοντες που διευκολύνουν τη λειτουργία των τραπεζών, όπως οι ατομικές ελευθερίες, η πολιτική σταθερότητα, η ποιότητα ρυθμιστικού πλαισίου, το κράτος δικαίου και το χαμηλό επίπεδο διαφθοράς είναι συναφείς και για την ιδιωτική ασφάλιση (Chang et al.). Δεν υπάρχει σχεδόν καμία αμφιβολία ότι η χρηματοπιστωτική διαμεσολάβηση των τραπεζών συνδέεται θετικά με την οικονομική ανάπτυξη. Όταν οι οικονομικοί παράγοντες έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικές με τις επενδύσεις, κάτι που εξασφαλίζεται μέσω τυποποιημένων λογιστικών πρακτικών και υποχρεωτικών δημοσιοποιήσεων επιχειρήσεων, και όταν οι συμβατικές υποχρεώσεις τηρούνται με αξιοπιστία, τότε διαμορφώνονται οι θεμελιώδεις προϋποθέσεις για την αποτελεσματική λειτουργία τόσο των τραπεζικών ιδρυμάτων όσο και της οικονομίας συνολικά. Κατά συνέπεια, θεωρείται ότι το μέγεθος του τραπεζικού τομέα συνδέεται θετικά και σε μεγάλο βαθμό με την παροχή ποιοτικών χρηματοοικονομικών υπηρεσιών.
5. Επιτόκιο:Οι ασφαλιστικές εταιρείες ζωής διαχειρίζονται σημαντικά αποθεματικά, τα οποία επενδύουν στις χρηματοπιστωτικές αγορές με σκοπό την επίτευξη αποδόσεων. Οι αποδόσεις αυτές αποτελούν ουσιώδες συστατικό της συνολικής δομής των εσόδων τους. Τα επιτόκια που επικρατούν στις αγορές αυτές διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στον καθορισμό του ύψους του επενδυτικού εισοδήματος. Όταν οι αποδόσεις είναι ευνοϊκές, οι ασφαλιστικές μπορούν να μειώσουν τα ασφάλιστρα, ενισχύοντας έτσι την ελκυστικότητα των προϊόντων τους και ενδεχομένως ενθαρρύνοντας τη ζήτηση. Τα υψηλά επιτόκια αποτελούν συνήθως ένδειξη περιοριστικής νομισματικής πολιτικής, η οποία μπορεί να επιβραδύνει τις προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης. Σε τέτοια περιβάλλοντα, τα προϊόντα ασφάλισης ζωής μπορεί να θεωρηθούν σταθερές, μακροπρόθεσμες επενδυτικές επιλογές. Αντίθετα, τα υψηλά επιτόκια μπορούν να ενθαρρύνουν τους καταναλωτές να κατευθύνουν τα κεφάλαιά τους προς άλλα επενδυτικά μέσα, που προσφέρουν πιο άμεσες ή υψηλότερες αποδόσεις, μειώνοντας έτσι την ελκυστικότητα των ασφαλιστικών προϊόντων ζωής. Δεδομένων αυτών των διττών και ενίοτε αντικρουόμενων επιδράσεων των επιτοκίων στην τιμολόγηση και στη συμπεριφορά των καταναλωτών, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι αναλογικά λίγες εμπειρικές μελέτες έχουν επικεντρωθεί αποκλειστικά στη σχέση αυτή. Μια εξ αυτών είναι και η μελέτη των Sliwinski et al.
6. Έρευνες Οικονομικού Κλίματος (Business Tendency Surveys – BTS): Οι Έρευνες Οικονομικού Κλίματος (BTS) διεξάγονται ήδη από τη δεκαετία του 1920. Υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι οι μεταβλητές οικονομικού κλίματος έχουν σημαντική προβλεπτική ισχύ για τους οικονομικούς κύκλους (Christiansen et al.)και για τη βραχυπρόθεσμη πραγματική αύξηση του ΑΕΠ. Ανάλογα με τον δείκτη, τα δεδομένα μπορεί να προέρχονται είτε από έρευνες καταναλωτών (μέσω προσωπικών συνεντεύξεων που αποτυπώνουν το οικονομικό συναίσθημα) είτε από εκτιμήσεις ειδικών, βασισμένες σε μακροοικονομική ανάλυση. Δεδομένου ότι οι επίσημοι μακροοικονομικοί δείκτες ενδέχεται να μην αποτυπώνουν επαρκώς τις κλαδικές δυναμικές ή τις μεταβολές της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, οι έρευνες BTS παρέχουν πολύτιμες συμπληρωματικές πληροφορίες για τις αναδυόμενες οικονομικές τάσεις. Η θεωρητική βάση των ερευνών BTS στηρίζεται στην κατανόηση ότι τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις διαμορφώνουν προσδοκίες για τις μελλοντικές οικονομικές συνθήκες, οι οποίες με τη σειρά τους επηρεάζουν τις τρέχουσες αποφάσεις τους. Οι έρευνες αυτές συγκεντρώνουν υποκειμενικές εκτιμήσεις για τις οικονομικές προοπτικές, παρέχοντας έγκαιρα σήματα που συχνά προηγούνται των πραγματικών μεταβολών στην οικονομική δραστηριότητα.
7. Πληθυσμός: Η συγκέντρωση του πληθυσμού σε μικρές γεωγραφικές περιοχές επιτρέπει στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και στους διαμεσολαβητές να προσεγγίζουν τους καταναλωτές πιο αποτελεσματικά. Κατά συνέπεια, μειώνονται τα κόστη διαφήμισης, διάθεσης συμβολαίων, είσπραξης ασφαλίστρων και διαχείρισης αποζημιώσεων. Επιπλέον, όσο ο πληθυσμός αυξάνεται, συνεπάγεται ότι η ιδιωτική ασφάλιση μπορεί να απευθυνθεί σε ευρύτερη καταναλωτική βάση, κάτι που είναι ωφέλιμο και για τους στατιστικούς υπολογισμούς των χαρακτηριστικών των ασφαλισμένων κινδύνων, βάσει και του Νόμου των Μεγάλων Αριθμών. Οι Feyen et al. χρησιμοποίησαν την εκδοχή της πληθυσμιακής πυκνότητας (Population Density), δηλαδή τον λόγο του πληθυσμού μιας χώρας προς την επιφάνειά της, καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως η πληθυσμιακή πυκνότητα έχει θετική επίδραση στην ασφάλιση ζωής.
Τι έδειξε η μελέτη του ΠΑ.ΠΕΙ.
Πρόσφατη μελέτη του Πανεπιστημίου Πειραιώς εξετάζει τη σχέση μεταξύ μακροοικονομικών παραγόντων και της αγοράς ασφάλισης ζωής στην Ελλάδα. Προκειμένου να διερευνηθεί περαιτέρω η ετερογένεια των σχέσεων μεταξύ της ζήτησης ασφάλισης ζωής και των μακροοικονομικών παραγόντων σε όλο το φάσμα της κατανομής της εξαρτημένης μεταβλητής, εφαρμόστηκε η μεθοδολογία παλινδρόμησης ποσοστημορίων, αξιοποιώντας τριμηνιαία δεδομένα για την περίοδο 2007 – 2021 για την Ελλάδα, τα οποία αντλήθηκαν από την Ένωση Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος (ΕΑΕΕ) και τη Eurostat. Η μέθοδος αυτή επιτρέπει την εκτίμηση των ελαστικοτήτων των παραγόντων σε διαφορετικά σημεία της κατανομής (ποσοστημόρια), προσφέροντας μια πιο λεπτομερή και διαφοροποιημένη κατανόηση των επιδράσεων. Ως εξαρτημένη μεταβλητή χρησιμοποιήθηκε η ασφαλιστική διείσδυση ασφαλίσεων ζωής (Life Insurance Penetration – LIP) και ως ανεξάρτητη μεταβλητή χρησιμοποιήθηκε το κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Η ασφαλιστική διείσδυση, που ορίζεται ως ο λόγος των ασφαλίστρων προς το ΑΕΠ, αποτελεί έναν ευρέως χρησιμοποιούμενο δείκτη στη διεθνή βιβλιογραφία, καθώς είναι πιο αντιπροσωπευτικός και επιτρέπει τη σύγκριση του μεγέθους και της ανάπτυξης της ασφαλιστικής αγοράς μεταξύ χωρών, ανεξάρτητα από την οικονομική τους κλίμακα. Επιπλέον, εξετάστηκε η αλληλεξάρτηση μεταξύ της οικονομικής ανάπτυξης και της ζήτησης ασφαλίσεων ζωής, εφαρμόζοντας τη διμερή ανάλυση αιτιότητας κατά Granger. Τα συμπεράσματα της μελέτης είναι τα εξής:
Μέσω της παλινδρόμησης ποσοστημορίων(βλ. Εικόνα 2)διαπιστώνεται ότι όσο υψηλότερα είναι τα επίπεδα ασφαλιστικής διείσδυσης των ασφαλίσεων ζωής, τόσο πιο αρνητική γίνεται η ελαστικότητα της ζήτησης, οδηγώντας σε μείωση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Το φαινόμενο αυτό μπορεί να ερμηνευθεί από το γεγονός ότι η ασφάλιση ζωής θεωρείται μια βιώσιμη επενδυτική επιλογή σε περιόδους οικονομικής αβεβαιότητας, με αποτέλεσμα να επηρεάζονται οι καταναλωτικές και επενδυτικές συνήθειες που συνδέονται με την οικονομική ανάπτυξη.
Τα ευρήματα της διμερούς ανάλυσης αιτιότητας κατά Granger υποδεικνύουν στατιστικά σημαντική αμφίδρομη αιτιότητα μεταξύ των δύο μεταβλητών. Πιο συγκεκριμένα, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ προκαλεί κατά Granger τη διείσδυση της ασφάλισης ζωής σε επίπεδο σημαντικότητας 5% (p = 0.031), γεγονός που υποδηλώνει ότι οι μεταβολές στην οικονομική ανάπτυξη προηγούνται και μπορούν να συμβάλουν στην πρόβλεψη των τάσεων στη ζήτηση ασφάλισης ζωής. Αντίστροφα, η διείσδυση της ασφάλισης ζωής προκαλεί κατά Granger το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε επίπεδο σημαντικότητας 1% (p = 0.002), αναδεικνύοντας μια ισχυρή αντίστροφη σχέση, σύμφωνα με την οποία οι εξελίξεις στον τομέα της ασφάλισης ζωής παρέχουν προβλεπτικές πληροφορίες και ενδεχομένως επηρεάζουν την οικονομική επίδοση.
ΕΙΚΟΝΑ 2
Προτάσεις Πολιτικής
Εν πρώτοις, ένα μείζον ζήτημα για το σημερινό ασφαλιστικό σύστημα είναι πως η κοινωνική ασφάλιση παραμένει κατά βάση διανεμητική, όχι κεφαλαιοποιητική, γεγονός που περιορίζει τα κίνητρα για αποταμίευση μέσω ατομικών λογαριασμών και την αξιοποίηση των επενδυτικών δυνατοτήτων των ασφαλιστικών προϊόντων. Η αύξηση του αποθέματος των ασφαλίσεων ζωής θα επιτρέψει τη χρηματοδότηση των επενδύσεων με εγχώριους πόρους1.
Δευτερευόντως, η συνεχιζόμενη δημογραφική γήρανση στη χώρα οδηγεί σε σταδιακή αύξηση του δείκτη εξάρτησης, δηλαδή του αριθμού των συνταξιούχων σε σχέση με τον ενεργό πληθυσμό. Εάν το ασφαλιστικό σύστημα παραμείνει αποκλειστικά διανεμητικό, τότε είτε οι συντάξεις θα πρέπει να μειωθούν σε σχέση με τα επίπεδα των μισθών, είτε θα απαιτηθεί αύξηση των εισφορών, για να διατηρηθεί η βιωσιμότητα του συστήματος.
Ένα τρίτο αλλά εξίσου σημαντικό ζήτημα είναι το εγχώριο αποταμιευτικό κενό στην Ελλάδα. Αυτό οφείλεται κυρίως στο χαμηλό ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών, που υποχώρησε δραματικά από 9% του διαθέσιμου εισοδήματος το 2009 σε -4% το 2022. Αντίθετα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η αποταμίευση των νοικοκυριών παραμένει σταθερή γύρω στο 13% από το 2011 και μετά. Επιπρόσθετα, η ακαθάριστη αποταμίευση στην Ελλάδα βρίσκεται κάτω από το 10% τις τελευταίες δύο δεκαετίες, ενώ το αντίστοιχο μέσο ποσοστό στον αναπτυγμένο κόσμο βρίσκεται στο 25%. Παραδοσιακά, τα ελληνικά νοικοκυριά επένδυαν μεγάλο μέρος των αποταμιεύσεών τους σε ακίνητα και πολύ μικρό σε προϊόντα κεφαλαιαγοράς, σε αντίθεση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η μείωση των αποταμιεύσεων αποτυπώνεται και στις χρηματοοικονομικές επενδύσεις, οι οποίες μειώθηκαν από 22 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως κατά μέσο όρο την περίοδο 2007-2009 σε αποεπένδυση ύψους 6,3 δισ. ευρώ ετησίως κατά μέσο όρο την περίοδο 2012-2019. Παράλληλα, λόγω οικονομικής και πολιτικής αβεβαιότητας, οι Έλληνες στράφηκαν σε αποταμιεύσεις στο εξωτερικό2.
Το βασικό σενάριο που εξετάζεται σχετικά με την αύξηση της αποταμίευσης αφορά την επίδραση της συσσώρευσης αποθεματικών στο πλαίσιο της νέας κεφαλαιοποιητικής επικουρικής ασφάλισης, η οποία προκύπτει από την ιδιωτική αποταμίευση και δίνει ώθηση σε νέες επενδύσεις. Ένα μέρος αυτών των επενδύσεων κατευθύνεται για τον σχηματισμό πάγιου κεφαλαίου εντός της ελληνικής οικονομίας, ενισχύοντας έτσι το εισόδημα. Κατά συνέπεια, η συσσώρευση αποθεματικών επηρεάζει την οικονομική πορεία, με τα αποτελέσματα αυτών των επιδράσεων να γίνονται πιο εμφανή σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα3. Σύμφωνα με την εκτίμηση του ΙΟΒΕ, όπως αναφέρεται στην έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, αν το 50% του εργατικού δυναμικού της χώρας ασφαλιστεί σε Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης (ΤΕΑ), αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση του ΑΕΠ κατά περίπου 2,7 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως σε ορίζοντα 20 ετών4.
Για την επίλυση των ανωτέρω παθογενειών και την περαιτέρω ανάπτυξη και αύξηση της εθνικής αποταμίευσης προτείνουμε τις εξής προτάσεις πολιτικής:
Δημιουργία ενισχυμένων φορολογικών κινήτρων για μακροχρόνια αποταμίευση μέσω ασφαλίσεων ζωής, ώστε να ενισχυθεί ταυτόχρονα η εθνική αποταμίευση, να αυξηθεί η οικογενειακή οικονομική ασφάλεια και, μέσω της οικονομικής στήριξης των νέων, να υποστηριχθεί η αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος.
Προώθηση της ένταξης του 50% του εργατικού δυναμικού της χώρας σε Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης (ΤΕΑ), με στόχο την αύξηση του ΑΕΠ και την ενίσχυση της εθνικής αποταμίευσης.
Ενίσχυση του τρίτου πυλώνα του ασφαλιστικού συστήματος, προωθώντας την ιδιωτική ασφάλιση ως μέσο αύξησης της εθνικής αποταμίευσης και μείωσης της εξάρτησης από το κράτος.
Προώθηση συμπληρωματικών προγραμμάτων αποταμίευσης για συνταξιοδότηση και ενίσχυση της οικονομικής προετοιμασίας για την τρίτη ηλικία.
Θεσμοθέτηση της ιδιωτικής ασφάλισης ως υποστηρικτικού μηχανισμού των δημόσιων συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης.
Ενίσχυση της ενημέρωσης των πολιτών σχετικά με τη συνταξιοδοτική και αποταμιευτική προετοιμασία, ειδικά εν όψει της δημογραφικής γήρανσης.
Βιβλιογραφία
M. Bah and N. Abila. Institutional determinants of insurance penetration in africa. The Geneva Papers on Risk and Insurance – Issues and Practice, 49:138–179, 2024.
S. Hussels, D. Ward, and R. Zurbruegg. Stimulating the demand for insurance. Risk Management and Insurance Review, 8(2):257–278, 2005.
B. Elango and J. Jones. Drivers of insurance demand in emerging markets. Journal of Service Science Research, 3:185–204, 2011.
J. Desrochers and J. Francois Outreville. Uncertainty, ambiguity and risk taking: an experimental investigation of consumer behavior and demand for insurance. ICER Working Papers 10-2013, ICER – International Centre for Economic Research, 2013.
E. Luciano, J. F. Outreville, and M. Rossi. Life insurance ownership by italian households: A gender-based differences analysis. The Geneva Papers on Risk and Insurance: Issues and Practice, 41(3):468–490, 2016.
C. Chang and C. Lee. Non-linearity between life insurance and economic development: A revisited approach. The Geneva Risk and Insurance Review, 37: 223–257, 2012.
M. Zerriaa and H. Noubbigh. Determinants of life insurance demand in the mena region. The Geneva Papers on Risk and Insurance. Issues and Practice, 41(3):491–511, 2016.
T. Chang, C. C. Lee, and C. H. Chang. Does insurance activity promote economic growth? Further evidence based on bootstrap panel granger causality test. The European Journal of Finance, 20(12):1187–1210, 2014.
Sliwinski, T. Michalski, and M. Roszkiewicz. Demand for life insurance—an empirical analysis in the case of poland. Geneva Papers on Risk and Insurance: Issues and Practices, 38:62–87, 2013.
E. Feyen, R. Lester, and R. Rocha. What drives the development of the insurance sector? An empirical analysis based on a panel of developed and developing countries. Policy research working paper, The World Bank, 2011.
Charlotte Christiansen, Jonas Nygaard Eriksen, and Stig Vinther Møller. Forecasting us recessions: The role of sentiment. Journal of Banking and Finance, 49:459–468, 2014.
Άρθρο Μιλτιάδη Νεκτάριου – Το χαμένο τρένο της αποταμίευσης στην Ελλάδα – Euro2Day.↩︎
Ομιλία του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος με τίτλο «To παρόν και το μέλλον της αποταμίευσης στην Ελλάδα».↩︎