

Του κ. Γιώργου Κροντήρη,
P&C Technical Manager Eurolife FFH.
Το φετινό συνέδριο έστειλε ένα ξεκάθαρο μήνυμα: η διαθεσιμότητα των κεφαλαίων αυξάνεται και η αντασφαλιστική αγορά εισέρχεται σε μια περίοδο αποκλιμάκωσης. Παρόλα αυτά, είναι σαφές ότι οι διεθνείς αντασφαλιστές παραμένουν προσεκτικοί απέναντι σε έναν κόσμο που χαρακτηρίζεται από αυξανόμενες φυσικές καταστροφές, υψηλό πληθωρισμό κόστους αποζημιώσεων και μεταβλητές χρηματοοικονομικές συνθήκες, και αναζητούν συνεργάτες που κατανοούν και διαχειρίζονται ενεργά τον κίνδυνο. Για τις ελληνικές ασφαλιστικές αυτό δημιουργεί ένα περιβάλλον στο οποίο η στρατηγική αξιοποίηση της αντασφάλισης μπορεί να αποτελέσει ουσιαστικό μοχλό ανάπτυξης.
Η σχέση ανάμεσα στην αντασφαλιστική και την πρωτοασφαλιστική αγορά λειτουργεί σαν δύο συγκοινωνούντα δοχεία, όπου οι τάσεις, οι τιμές και η διάθεση ανάληψης κινδύνου στο ένα επηρεάζουν άμεσα το άλλο. Οι αντασφαλιστές, ως «ασφαλιστές των ασφαλιστών», απορροφούν μεγάλο μέρος του κινδύνου που αναλαμβάνουν οι ασφαλιστικές εταιρείες. Επομένως, το ύψος του κεφαλαίου που είναι διατεθειμένοι να διαθέσουν καθώς και το με ποιους όρους καθορίζουν, σε μεγάλο βαθμό, το πλαίσιο των καλύψεων και την τιμολόγηση της ασφάλισης που προσφέρεται στην αγορά. Με άλλα λόγια, η αντασφαλιστική αγορά λειτουργεί ως ρυθμιστής της ρευστότητας, της αντοχής στον κίνδυνο και της τιμολόγησης σε ολόκληρο το ασφαλιστικό οικοσύστημα.
Η ελληνική ασφαλιστική αγορά παρουσιάζει σαφή σημάδια ανάπτυξης. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος, το 2024 η συνολική παραγωγή ασφαλίστρων αυξήθηκε κατά 8,7%, φτάνοντας τα 5,68 δισ. ευρώ, με τις ασφαλίσεις ζωής να αυξάνονται κατά 7,9% και τις ασφαλίσεις κατά ζημιών κατά 9,4%. Οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι η αγορά θα συνεχίσει να αναπτύσσεται με σταθερό ρυθμό για τα επόμενα χρόνια. Αυτή η θετική πορεία συνοδεύεται, όμως, και από αυξημένες κεφαλαιακές απαιτήσεις, μεγαλύτερη έκθεση σε φυσικούς και τεχνολογικούς κινδύνους και πίεση για διαφοροποίηση προϊόντων. Σε αυτό το πλαίσιο, η αντασφάλιση παύει να είναι απλώς ένας μηχανισμός προστασίας και αναδεικνύεται σε κρίσιμο εργαλείο επιχειρηματικής στρατηγικής.
Η αντασφάλιση λειτουργεί ως καταλύτης για την επέκταση των δυνατοτήτων μιας ασφαλιστικής εταιρείας, επιτρέποντάς της να αναλάβει πιο σύνθετους και απαιτητικούς κινδύνους. Όταν ένα μέρος της έκθεσης μεταφέρεται σε έναν ισχυρό αντασφαλιστή, η ασφαλιστική αποκτά την απαραίτητη βάση για να αναλάβει την ασφάλιση πιο σύνθετων έργων. Παράλληλα, η ύπαρξη αντασφαλιστικής προστασίας λειτουργεί ως μηχανισμός εξομάλυνσης των οικονομικών αποτελεσμάτων, περιορίζοντας τον αντίκτυπο που μπορεί να έχουν απρόβλεπτα, μεγάλου μεγέθους ζημιογόνα γεγονότα. Έτσι, η ασφαλιστική εταιρεία μπορεί να σχεδιάζει την ανάπτυξή της με μεγαλύτερη βεβαιότητα, να προστατεύει τα αποθεματικά της και να αποφεύγει αιφνίδιες κεφαλαιακές πιέσεις που θα ανέκοπταν την επιχειρηματική της δυναμική.
Ένας ακόμη καθοριστικός ρόλος της αντασφάλισης είναι η ενίσχυση της φερεγγυότητας. Σύμφωνα με το ευρωπαϊκό πλαίσιο Solvency II, οι ασφαλιστικές πρέπει να διατηρούν κεφάλαια ανάλογα με τον κίνδυνο που αναλαμβάνουν. Με την αντασφάλιση μειώνεται η καθαρή τους έκθεση και άρα οι απαιτήσεις για ίδια κεφάλαια. Αυτό βελτιώνει τόσο τους δείκτες φερεγγυότητας όσο και την εικόνα τους απέναντι σε επενδυτές και οίκους αξιολόγησης, που τείνουν να ευνοούν εταιρείες με σταθερό προφίλ ζημιών και σαφή σχέδια διαχείρισης κινδύνου.
Ταυτόχρονα, η ύπαρξη αντασφαλιστικής προστασίας ενθαρρύνει την καινοτομία. Εταιρείες που γνωρίζουν ότι έχουν την ασφάλεια μιας αντασφαλιστικής ομπρέλας μπορούν να δημιουργήσουν νέα προϊόντα, να εισέλθουν σε αγορές emerging risks –όπως ο κυβερνοκίνδυνος, η κλιματική αλλαγή ή οι παραμετρικές καλύψεις–, και να συμμετάσχουν στην ασφάλιση σύνθετων κινδύνων. Επιπλέον, η αντασφάλιση απελευθερώνει κεφάλαια, που διαφορετικά θα “κλείδωναν” ως αποθέματα για μελλοντικές ζημιές, επιτρέποντας την επένδυσή τους σε τεχνολογίες, ψηφιοποίηση, ενέργειες marketing ή νέα δίκτυα διανομής, ενισχύοντας έτσι την ανταγωνιστικότητά τους.
Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται, επίσης, ο ρόλος της αντασφάλισης στη βελτίωση των τεχνικών διαδικασιών. Οι μεγάλοι αντασφαλιστές διαθέτουν εξελιγμένα εργαλεία πρόβλεψης και ανάλυσης κινδύνου, δεδομένα για φυσικές καταστροφές και stress testing, που μεταφέρονται στις συνεργαζόμενες ασφαλιστικές. Έτσι, οι ελληνικές εταιρείες που συνεργάζονται στενά με αντασφαλιστές βελτιώνουν τις πρακτικές underwriting τους, ελαχιστοποιούν τις αστοχίες στις προβλέψεις ζημιών και γίνονται συνολικά πιο αποδοτικές.
Παραδείγματα όπως αυτό της Eurolife FFH, η οποία αποτελεί μέλος της Fairfax Financial Holdings Ltd., ενός από τους μεγαλύτερους ασφαλιστικούς ομίλους στον κόσμο, δείχνουν πώς μια ελληνική εταιρεία μπορεί να αξιοποιήσει το διεθνές know-how και την κεφαλαιακή στήριξη ενός ομίλου για να επεκτείνει το χαρτοφυλάκιό της με ασφάλεια. Η πρόσβαση σε καλύτερους όρους αντασφάλισης, η χρήση προηγμένων εργαλείων ανάλυσης κινδύνου και η δυνατότητα μεταφοράς μεγάλου μέρους των κινδύνων σε έναν παγκόσμιο αντασφαλιστικό μηχανισμό, έχουν συμβάλει καθοριστικά στην ανάπτυξη της Eurolife FFH τα τελευταία χρόνια.
Σε μια αγορά όπως η ελληνική, που αναπτύσσεται αλλά παράλληλα παραμένει εκτεθειμένη σε φυσικά ρίσκα, αυξανόμενο κόστος και απαιτητικό ρυθμιστικό πλαίσιο, η αντασφάλιση δεν είναι απλώς μια ασφαλιστική τεχνική, αλλά μοχλός επιχειρηματικής ανάπτυξης. Οι εταιρείες που θα την εντάξουν στρατηγικά στο επιχειρηματικό τους σχέδιο, θα διαχειριστούν μεθοδικά τα δεδομένα κινδύνου τους και θα επιλέξουν προσεκτικά τους συνεργάτες και τους όρους τους θα είναι εκείνες που θα καταφέρουν να αναπτυχθούν ταχύτερα, να διαφοροποιηθούν ουσιαστικά, να προσφέρουν προϊόντα που άλλοι δεν μπορούν, να διατηρήσουν ρευστότητα και να ενισχύσουν τη φερεγγυότητά τους. Η αντασφάλιση, όταν χρησιμοποιείται σωστά, δεν είναι κόστος αλλά επένδυση.
Ακολουθήστε την ασφαλιστική αγορά στο Google News