Άρθρα

Τι λέει ο οικονομικός αναλυτής της Allianz για την Ελλάδα;

Την ίδια εβδομάδα του Ιουλίου που επισκέφθηκε την Ελλάδα ο Γερμανός Υπουργός Οικονομικών, κ. Β. Σόιμπλε, ήρθε στην Αθήνα και απηύθυνε ομιλία σε καλεσμένους του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου και ο συμπατριώτης του, οικονομικός αναλυτής του ασφαλιστικού Ομίλου Allianz, Δρ. Michael Heise (φωτ.). Το θέμα της ομιλίας του ήταν η οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα, όμως, η αλήθεια είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος της αφορούσε στην Ευρώπη γενικότερα και είναι λογικό, καθώς οι ευρωπαϊκές εξελίξεις είναι σαφές πως θα καθορίσουν και το μέλλον της χώρας μας.

Εν έτει 2013, δηλαδή 5 χρόνια αφότου η Ελλάδα εισήλθε σε αυτή τη μακροχρόνια περίοδο οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, ο κ. Heise προέβλεψε ότι το 2014 η χώρα θα έχει την ευκαιρία να βγει από την ύφεση, εφόσον βεβαίως έχει προχωρήσει εγκαίρως στις προαπαιτούμενες μεταρρυθμίσεις. Σε συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις, ωστόσο, και διαρθρωτικά μέτρα ο κ. Heise δεν αναφέρθηκε. Αφενός, διότι δεν το επέτρεπε ο χρόνος και, αφετέρου, γιατί, όπως δήλωσε, δεν διαθέτει τις ειδικές γνώσεις, για να αναφερθεί εκτενώς και συγκεκριμένα σε αυτές. Αυτό που οι γνώσεις του κ. Heise του επέτρεψαν να εκφράσει είναι η πεποίθηση πως οι χώρες της ευρωζώνης που αντιμετωπίζουν προβλήματα, θα πρέπει να πάρουν τη γενναία απόφαση να εκχωρήσουν κυριαρχία επί συγκεκριμένων τομέων στην Ε.Ε.

Πιο συγκεκριμένα, ο κ. Heise αναφέρθηκε πρωτίστως στα ζητήματα και τις εξελίξεις που προκαλούν ανησυχία στους οικονομικούς κύκλους παγκοσμίως. Κυρίαρχα ζητήματα τέτοιου είδους θεωρεί τις ανησυχητικές ενδείξεις μείωσης του ρυθμού ανάπτυξης στην Κίνα, την πιθανή αλλαγή νομισματικής πολιτικής από τις ΗΠΑ αλλά και τα πολιτικά προβλήματα που ταλανίζουν την Εγγύς και Μέση Ανατολή. Παρόλα αυτά, δηλώνει αισιόδοξος και σημειώνει ότι οι οικονομικές αγορές έχουν αρχίσει πλέον να δείχνουν τα πρώτα σημάδια σταθεροποίησης.

Το γεγονός ότι αποφύγαμε την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος και η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών έχει προχωρήσει, θεωρεί πως βοήθησε σημαντικά στο να ανακάμψει η εμπιστοσύνη σε αυτές. Η ανακεφαλαιοποίηση, βεβαίως, έγινε, η αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα στην Ελλάδα είναι σε εξέλιξη, ωστόσο, τα κόκκινα δάνεια παραμένουν σε ανησυχητικά υψηλά ποσοστά ενώ, με την εφαρμογή των μέτρων που προβλέπουν απολύσεις χιλιάδων υπαλλήλων του δημόσιου τομέα, εγείρονται λογικά ερωτήματα για την πιθανή περαιτέρω αύξησή τους και την αντιμετώπιση που θα έχουν από το τραπεζικό σύστημα. Παράλληλα, παρά την αισιοδοξία του, ο ίδιος σημειώνει ότι τα ασφάλιστρα κινδύνου για την Ελλάδα έχουν αυξηθεί, ενώ δεν θα πρέπει να αγνοήσουμε και τις πρόσφατες εξελίξεις στην Πορτογαλία, η οποία διέκοψε το πρόγραμμα αναπροσαρμογής της.

«Η ευρωζώνη βρίσκεται σε ύφεση αλλά οι δυνάμεις αυτές βαίνουν μειούμενες. Πιστεύω ότι σε ένα με δύο χρόνια θα το έχουμε ξεπεράσει», δήλωσε χαρακτηριστικά στην ομιλία του, για να συμπληρώσει ότι ειδικά για την Ελλάδα, παρά το ότι φέτος θα έχουμε μείωση κατά 4,2% στην πραγματική ανάπτυξη του ΑΕΠ, για του χρόνου, προβλέπει αύξηση κατά 0,8%. Τις προβλέψεις του αυτές ο κ. Heise τις βασίζει κατά ένα ποσοστό στην πορεία της γερμανικής οικονομίας, την οποία θεωρεί καθρέφτη της παγκόσμιας. Ο λόγος είναι ότι η γερμανική οικονομία βασίζεται σε ένα εξαγωγικό μοντέλο και σήμερα βρίσκεται σε πορεία ανάπτυξης, με την απασχόληση και τις αμοιβές να σημειώνουν αύξηση και την αδυναμία που σημειώθηκε πέρυσι στις εξαγωγές να έχει φέτος ξεπεραστεί. Μάλιστα, σημείωσε ότι τα χαμηλά επιτόκια και η άνοδος του τομέα της οικοδομής οδήγησαν στην ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας.

Σε ό,τι αφορά τις γερμανικές εκλογές και την πιθανότητα αλλαγής πολιτικής εκ μέρους της χώρας, ανάλογα με την έκβασή τους, ο ίδιος εκτιμά ότι δεν θα υπάρξουν εκπλήξεις και θα συνεχιστεί απρόσκοπτα η πολιτική των τελευταίων δύο χρόνων.

Είχε, όμως, τα προσδοκώμενα και επιθυμητά αποτελέσματα αυτή η πολιτική που με συνέπεια ακολουθεί η Γερμανία τα τελευταία χρόνια, για να εξακολουθήσει; Ο κ. Heise πιστεύει πως η κριτική που έχει γίνει επ’ αυτού είναι πολύ σκληρή και καθόλου σωστή, ενώ δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η Γερμανία ανέλαβε κινδύνους ύψους 25% του ΑΕΠ της, ήτοι 650 δισ. ευρώ τα τελευταία χρόνια.

Ειδικά για την Ελλάδα, ο κ. Heise δήλωσε ότι κατά την άποψή του θα ήταν τραγικό αν μπλοκαριστούν τα τελευταία βήματα που έχουν απομείνει για την ανάκαμψη της χώρας. Ο ίδιος διαπιστώνει ότι αποτελεί σημαντική αλλαγή η βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στις χώρες του Νότου, ενώ βελτιωμένη θεωρεί και την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Το δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας βρίσκεται σε πολύ καλό δρόμο, καθώς, όπως μας είπε, από 10%-15% έχει πέσει πλέον στο 4% και, ταυτόχρονα, η ανεργία τον τελευταίο μήνα (Ιούνιο 2013) παρουσιάζει σημάδια μείωσης.

Η ανεργία, όμως, είναι θέμα που πονάει και σε αυτό ο κ. Heise στάθηκε λίγο παραπάνω, για να πει ότι η Ευρώπη πρέπει να δείξει ότι ασχολείται με το θέμα. ότι τα 6 δις που δεσμεύτηκαν για την αντιμετώπιση της ανεργίας των νέων, πανευρωπαϊκά, πρέπει να ενεργοποιηθούν και η προσπάθεια να έχει χρονική διάρκεια.
Σε ερώτηση δημοσιογράφου για το αν θεωρεί επαρκές το ποσό, απάντησε ότι τα χρήματα θα πρέπει να δοθούν κατά προτεραιότητα στις χώρες όπου το πρόβλημα έχει μεγαλύτερες διαστάσεις, δηλαδή η ανεργία των νέων αγγίζει το 25%. «Η Γερμανία είναι σε θέση να αντιμετωπίσει μόνη της το πρόβλημα σε εθνικό επίπεδο, χωρίς να χρειαστεί την ευρωπαϊκή βοήθεια», δήλωσε.

Πώς θα έρθει, όμως, η ανάπτυξη κατά τον κ. Heise; Μέσω πρωτογενούς πλεονάσματος, το οποίο ο ίδιος προβλέπει ότι η Ελλάδα ίσως και να έχει ήδη από το 2013, και μέσα από την εξισορρόπηση των δαπανών με τα έσοδα του κράτους. Σε ό,τι αφορά ένα μελλοντικό περαιτέρω κούρεμα του χρέους, απέφυγε να τοποθετηθεί συγκεκριμένα, παραπέμποντας στο Γερμανό Υπουργό Οικονομικών (ο οποίος κατά την επίσκεψή του, την επόμενη μέρα, εξέφρασε την αντίθεσή του σε ένα τέτοιο σενάριο). Εκείνο που σημείωσε, ωστόσο, ο κ. Heise ήταν ότι τα επιτόκια του δημόσιου χρέους πρέπει να παραμείνουν σε ανεκτά επίπεδα. Για τις διαρθρωτικές αλλαγές, επίσης, απέφυγε να τοποθετηθεί συγκεκριμένα, δηλώνοντας άγνοια των εις βάθος λεπτομερειών. Τόνισε, ωστόσο, ότι είναι απαραίτητη η συνέχισή τους. «Οι επενδυτές», είπε, «είναι σε θέση αναμονής, προκειμένου να επενδύσουν στην Ελλάδα, αλλά περιμένουν ακόμα να προχωρήσουν οι αποκρατικοποιήσεις και η αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος».

Η πλήρης επιτυχία δεν θα αργήσει να έρθει, σύμφωνα με τον οικονομικό αναλυτή της Allianz, καθώς η στρατηγική που ακολουθήθηκε στην Ευρωζώνη ήταν σωστή, παρά τα μεμονωμένα λάθη που έγιναν. Όπως τόνισε, η ευρωζώνη δεν θα έχει συγκεντρωτικό χαρακτήρα. αντίθετα, θα υπάρχει μεγάλος βαθμός αυτονομίας για τα κράτη μέλη. Ωστόσο, απαιτείται συντονισμός, για την ενιαία διαχείριση των οικονομικών, ενώ θα πρέπει τα κράτη μέλη να τηρούν κανόνες και να υπάρχουν κριτήρια, βάσει των οποίων θα μπορεί να γίνεται ουσιαστική παρέμβαση σε όποιες περιπτώσεις διαπιστώνεται παρέκκλιση από τα προαπαιτούμενα συμμετοχής στην ευρωζώνη.

Όπως ανέφερε, χρειάζονται σαφείς κανόνες πτώχευσης και εξόδου από το ευρώ, για τις πιθανές περιπτώσεις όπου ένα εθνικό κοινοβούλιο δεν συμμετέχει στις αποφάσεις της Ευρωζώνης, τονίζοντας, παράλληλα, ότι η δυνατότητα εξόδου θα ενισχύσει τη νομισματική ένωση. 

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να δώσουν την κυριαρχία συγκεκριμένων τομέων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κάτι το οποίο συνεπάγεται και τροποποίηση των Ευρωπαϊκών Συνθηκών. Πολλά κράτη, βεβαίως, διαφωνούν με μια τέτοια προοπτική, όπως για παράδειγμα το Ην. Βασίλειο και η Γαλλία, αλλά ο κ. Heise ισχυρίζεται ότι οι αντιρρήσεις αυτές είναι δυνατόν να καμφθούν. Προκειμένου για την τραπεζική ένωση της Ευρώπης αλλά και το δημοσιονομικό και φορολογικό έλεγχο των κρατών, θα χρειαστεί πιθανότατα και η θέσπιση Υπουργού Οικονομικών για την Ευρώπη. Με την εμπειρία, όμως, της άρνησης κρατών μελών ως προς το ευρωσύνταγμα, λίγα μόλις χρόνια πριν, παραμένει ερώτημα το πώς θα πεισθούν οι λαοί για μια τέτοια προοπτική. Ειδικά εφόσον φαίνεται πως δεν υπάρχει καν η πρόθεση να χρησιμοποιηθούν εργαλεία που στο παρελθόν βοήθησαν τις χώρες που αντιμετώπιζαν τα μεγαλύτερα προβλήματα να προχωρήσουν σε ένα ενιαίο ευρωπαϊκό σχήμα.

Στη συνάντηση με το Γερμανό οικονομικό αναλυτή, ετέθη το σχετικό θέμα από δημοσιογράφο, η οποία υπενθύμισε στον κ. Heise ότι το μακρινό 1992 ο Ντελόρ είχε τριπλασιάσει τους πόρους κεφαλαίων που διοχετεύτηκαν από τις χώρες του Βορρά προς αρωγή των χωρών του Νότου. Κάτι τέτοιο δεν φαίνεται πως αποτελεί επιλογή σήμερα, όπου η δημιουργία ενός Ταμείου συνοχής δεν θεωρείται, τουλάχιστον από τον ομιλητή, κατάλληλη οδός, καθώς χώρες όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, που έχουν ανάγκη τη βοήθεια αυτή, δε συναινούν στον απαιτούμενο για το σκοπό αυτό έλεγχό τους.

Στην Ελλάδα, πάντως, 5 χρόνια από την έναρξη της κρίσης και 2 μνημόνια μετά, δεν έχουμε ακόμα δει κάποιο μεταρρυθμιστικό μέτρο να εφαρμόζεται για την ανάπτυξη. Αντίθετα, έχουμε δει και βλέπουμε την εφαρμογή οριζόντιων μέτρων, αλλεπάλληλες αυξήσεις στη φορολογία, περικοπές κοινωνικών παροχών, μέτρα που περνάνε με διαδικασίες κατεπείγοντος και με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου }ένδειξη ταχύτητας ή αδιαφάνειας, προχειρότητας έως και αμφίβολης νομιμοποίησης;

Δύο ώρες κράτησε η ομιλία του κ. Heise και οι χαιρετισμοί των κ.κ. Α. Κελέμη και Μ. Μαΐλλη, Γεν. Διευθυντή και Προέδρου, αντίστοιχα, του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού  Επιμελητηρίου, και του κ. Χρ. Σταϊκούρα, Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών. Ο κ. Σταϊκούρας μας είπε ότι η μόνη επιλογή της παρούσας κυβέρνησης, ένα χρόνο πριν, ήταν να επιταχύνει τις προσπάθειες διαρθρωτικών αλλαγών και ότι, στο διάστημα αυτό, η κυβέρνηση κατάφερε να αναβαθμίσει την αξιοπιστία της χώρας στο εξωτερικό, να σταθεροποιήσει τα δημόσια οικονομικά και τις προϋποθέσεις για την επανεκκίνηση της οικονομίας. Παράλληλα, όπως ανέφερε, επιτεύχθηκε 2ετής παράταση χρόνου προσαρμογής των δημοσιονομικών της χώρας, επιταχύνεται η πληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του δημοσίου προς ιδιώτες, συνεχίζονται οι δημοσιονομικές προσπάθειες χωρίς πρόσθετα μέτρα και προχωρούν ικανοποιητικά οι αποκρατικοποιήσεις και η φορολογική μεταρρύθμιση.

Από το τραπέζι του παρακολούθησε την ομιλία του συναδέλφου του και ο CEO της Allianz Ελλάδος, κ. Πέτρος Παπανικολάου.

Μετά, φύγαμε από το Hilton και επιστρέψαμε στη σκληρή ελληνική πραγματικότητα.

Αμαλία Ρουχωτά

 

Εγγραφείτε στο NewsLetter μας