Άρθρα

Ασφαλιστικό: Ευκαιρία ανάπτυξης για την ασφαλιστική αγορά

Της Αγγελικής Μουρατίδου, MBA, Dip. Mkg, Μαθηματικός/Αναλογιστής

Πολύς λόγος γίνεται το τελευταίο διάστημα για τις αλλαγές που επιφέρει στις συντάξεις ο νέος ασφαλιστικός νόμος. Πόσο και σε τι βαθμό οι αλλαγές αυτές επηρεάζουν την ασφαλιστική αγορά;

Τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες αντιμετωπίζουν στις μέρες μας σημαντικές προκλήσεις, εξαιτίας της αύξησης του προσδόκιμου ζωής, της υπογεννητικότητας, του περιβάλλοντος χαμηλών αποδόσεων στις επενδύσεις καθώς και των ασθενικών ρυθμών ανάπτυξης. Στην Ελλάδα της κρίσης και της αυξανόμενης ανεργίας η εικόνα επιδεινώνεται ακόμα περισσότερο.

Τρεις κρίσιμοι παράγοντες

Δημογραφικό
Στη χώρα μας κατά τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρούνται αρνητικές δημογραφικές εξελίξεις, οι οποίες συσχετίζονται, αφενός, με τη μακροβιότητα και, αφετέρου, με την υπογεννητικότητα. Οι εξελίξεις αυτές αλλάζουν δραματικά την ηλικιακή διαστρωμάτωση του πληθυσμού. Ήδη, το 2015, το 24% του συνολικού πληθυσμού είναι άνω των 65 ετών, ποσοστό που εκτιμάται ότι θα ανέλθει στο 42% το 2060, τη στιγμή που η εκτίμηση, αντίστοιχα, για τον ευρωπαϊκό μ.ο. το 2060 είναι 28%.

mouratidou-graph1

Από την άλλη, η αύξηση των συνταξιούχων είναι ραγδαία. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο αριθμός των συνταξιούχων μέσα σε 30 χρόνια υπερδιπλασιάστηκε. Συγκεκριμένα από 1,1 εκατ. που ήταν το 1980, ανήλθε σε 2,3 εκατ. το 2009 και 2,65 εκατ. το 2015, δηλ. 24,5% του πληθυσμού, ενώ, παράλληλα, στις 31/12/2015 εκκρεμούσαν περίπου 144.000 αιτήσεις κύριων συντάξεων.

Απασχόληση
Δεν είναι, όμως, μόνο το γεγονός της αύξησης των ατόμων τρίτης ηλικίας/συνταξιούχων που επιβαρύνει το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, αλλά και η ταυτόχρονη, σημαντική μείωση του αριθμού εργαζομένων οι οποίοι εισφέρουν στο σύστημα.

Οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα μειώθηκαν από 4 εκατ. το 2000, σε 3,6 εκατ. το 2015, δηλαδή 33% του πληθυσμού. Από το 2000 ως την εκδήλωση της κρίσης, το 2008, η απασχόληση στη χώρα αυξανόταν με μέσο ετήσιο ρυθμό 1,8%, ενώ από το 2009 και έπειτα η τάση αντιστρέφεται, με την απασχόληση να μειώνεται με μέσο ετήσιο ρυθμό 4,1%. Είναι εμφανές ότι η σημερινή συγκυρία της οικονομικής ύφεσης, της αύξησης της ανεργίας, της ανασφάλιστης  εργασίας και της μερικής απασχόλησης, η οποία αποτελεί πλέον το 9,5% του συνόλου, δυσχεραίνουν  καθοριστικά το πρόβλημα.

mouratidou-graph2

Δείκτης εξάρτησης εργαζομένων – συνταξιούχων
Το συνδυαστικό αποτέλεσμα των παραγόντων αυτών, δηλαδή οι αρνητικές εξελίξεις στο δημογραφικό από τη μια και η μείωση της απασχόλησης από την άλλη, είναι η κατάρρευση της σχέσης εργαζομένων/συνταξιούχων από 4/1 το 1970 σε 1,3/1 το 2015 (Το 1950 ο Δείκτης εξάρτησης ήταν 7/1).

Έτσι, ενώ το 1970 τέσσερις εργαζόμενοι συνεισέφεραν στη χρηματοδότηση ενός συνταξιούχου για πέντε χρόνια, το 2015 συνεισφέρουν μόλις 1,3 εργαζόμενοι για έναν συνταξιούχο για 18 χρόνια.

mouratidou-pin1

Είναι αξιοσημείωτο ότι ένα αναδιανεμητικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, για να είναι βιώσιμο, απαιτεί σχέση εργαζομένων/συνταξιούχων 4/1, δηλ. στην πραγματικότητα η τελευταία χρονιά που το σύστημα στην Ελλάδα ήταν βιώσιμο, χωρίς να συνυπολογιστούν άλλες παθογένειες του συστήματος, ήταν το 1970.

Η συνταξιοδοτική δαπάνη στην Ελλάδα

Το πόσο ραγδαία επιδεινώνονται οι παράγοντες που επηρεάζουν το ασφαλιστικό καταδεικνύεται εμφανώς στην εξέλιξη της ετήσιας συνταξιοδοτικής δαπάνης στην Ελλάδα, όπου παρά τις μειώσεις που έγιναν (περικοπές 13ης}-14ης σύνταξης, κ.λπ.), το κόστος σχεδόν εκτροχιάστηκε το 2015, ξεπερνώντας τη μνημονιακή δέσμευση για maximum 16% του ΑΕΠ.

mouratidou-graph3

mouratidou-graph3

Το κόστος της ετήσιας συνταξιοδοτικής δαπάνης ανέρχεται σήμερα σε €30 δις, εκ των οποίων €25 δις περίπου αφορούν την κύρια ασφάλιση. Για την κάλυψη του κόστους της κύριας ασφάλισης μόλις €9,2 δις προέρχονται από εισφορές, παρότι έχουμε ήδη υψηλά ποσοστά εισφορών για τη μισθωτή εργασία σε σχέση με την Ε.Ε. Από την άλλη, οι πρόσοδοι των Ταμείων μόνο κατά πολύ μικρό μερίδιο συνεισφέρουν στην αντιμετώπιση των ελλειμμάτων των φορέων, μια και η συνολική περιουσία τους μετά το PSI ανέρχεται σε €17,5 δις, δηλ. ακόμη και με ρευστοποίηση της περιουσίας τους δεν θα μπορούσαν να καλύψουν το ετήσιο κόστος της κύριας σύνταξης.

Έτσι, το ετήσιο έλλειμμα που δημιουργείται για τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης ανέρχεται πλέον σε €16 δις περίπου. Είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσει κανείς ότι τα τελευταία 15 χρόνια ο κρατικός προϋπολογισμός έχει χρηματοδοτήσει με περίπου €160 δις τα συνταξιοδοτικά ταμεία, όσο περίπου το μισό δημόσιο χρέος, με τον ΟΓΑ να έχει απορροφήσει σχεδόν το 44% της χρηματοδότησης.

Από τα παραπάνω γίνεται εμφανές ότι η ανάγκη για ασφαλιστική μεταρρύθμιση στην Ελλάδα ήταν και είναι κάτι περισσότερο από επιτακτική. είναι επιβεβλημένη. Μια μεταρρύθμιση, βέβαια, για να είναι αποτελεσματική, αλλά και ταυτόχρονα δίκαιη απέναντι στις επερχόμενες γενιές, θα πρέπει να εξασφαλίζει μια ισορροπία ανάμεσα στο κόστος που επωμίζονται οι παραγωγικές τάξεις της κοινωνίας και στη διαχρονική εξασφάλιση των εσόδων του ασφαλιστικού συστήματος.

Τι αλλάζει μετά το νέο ασφαλιστικό;

Η πρόσφατη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού («νόμος Κατρούγκαλου») υπόσχεται τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του συστήματος και την αποκατάσταση της ισότητας νέων και παλαιών ασφαλισμένων. Τι αλλαγές επιφέρει στην πράξη ο νέος νόμος;  

Σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Εργασίας, προκύπτει ότι οι δείκτες αναπλήρωσης εισοδήματος παραμένουν ιδιαίτερα γενναιόδωροι σε σχέση με την Ε.Ε. σε χαμηλά εισοδήματα, ενώ μειώνονται δραματικά για μισθούς από 2.000 μικτά και άνω. Για παράδειγμα, για μικτό μισθό 2.000 και 35 χρόνια εργασίας η συνολική μικτή σύνταξη ανέρχεται σε 1.370, δηλ. ποσοστό αναπλήρωσης 69%. Ενώ, το μέγιστο ποσό συνολικής μικτής καταβαλλόμενης σύνταξης δεν μπορεί να ξεπερνά τις 2.000.

mouratidou-pin3

Το σύστημα ασφάλισης «3 πυλώνων»

Είναι ενδιαφέρον να δούμε πώς άλλες χώρες της Ε.Ε., παρότι οι παράγοντες που επηρεάζουν το συνταξιοδοτικό δεν ήταν τόσο δυσμενείς όσο στην Ελλάδα, έχουν προχωρήσει ήδη σε επανασχεδιασμό του ασφαλιστικού τους συστήματος, ώστε να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικότερα τις επερχόμενες κοινωνικές και εργασιακές αλλαγές.

Από το 1980 έως σήμερα οι διάφορες λύσεις που έχουν εφαρμοστεί με επιμέρους διαφοροποιήσεις έχουν τρεις βασικούς άξονες (πυλώνες). Οι βασικοί άξονες που λειτουργούν κάτω από ένα αυστηρό θεσμικό πλαίσιο και έχει στηριχθεί το σύστημα είναι:

  • κρατική σύνταξη, η οποία έχει ένα δίχτυ προστασίας για όλους με εγγύηση του Δημοσίου.
  • επαγγελματική σύνταξη, η οποία αποτελεί ένα σύστημα καθορισμένης εισφοράς με ατομικούς λογαριασμούς.
  • ιδιωτική σύνταξη μέσω ατομικών ή ομαδικών ασφαλιστικών προγραμμάτων, με χρήση φορολογικών κινήτρων που ενθαρρύνουν τη συνταξιοδοτική αποταμίευση σε προαιρετική βάση.

Σε χώρες όπως η Σουηδία, η Ολλανδία, η Μεγ. Βρετανία, για παράδειγμα, η ασφαλιστική μεταρρύθμιση βασίστηκε στη σταδιακή μεταφορά στον 2ο & 3ο πυλώνα, οι οποίοι εξασφαλίζουν ανταποδοτικότητα, δηλ. σύνταξη ευθέως ανάλογη με τις καταβαλλόμενες εισφορές. Η εμπειρία τέτοιων λύσεων θα μπορούσε να αξιοποιηθεί, με τις αναγκαίες, βέβαια, προσαρμογές, και στα ελληνικά δεδομένα.

Συμπεράσματα

Οι παράγοντες που επηρεάζουν τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, οι οποίοι έχουν να κάνουν κυρίως με τις δημογραφικές εξελίξεις, επιδεινώνονται ραγδαία σε όλη την Ευρώπη. Ήδη, οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες έχουν προχωρήσει σε συνολικό επανασχεδιασμό της αρχιτεκτονικής του ασφαλιστικού τους συστήματος, έτσι ώστε να περιλαμβάνει και άλλες πηγές κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα και φορολογικών κινήτρων προς την ιδιωτική ασφάλιση, που συμβάλλουν στη μεγιστοποίηση της ανταποδοτικότητας εισφορών/παροχών.

Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα είναι εντονότερα, δεδομένου ότι, πέραν του δημογραφικού, είναι μια χώρα με πολύ υψηλά ποσοστά ανεργίας και ανασφάλιστης  εργασίας. Γι’ αυτό, σε κάθε περίπτωση, η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του συστήματος προϋποθέτει ανάκαμψη της οικονομίας, αύξηση της απασχόλησης και καταβολή εισφορών βάσει αντικειμενικά προσδιοριζόμενου εισοδήματος και για μη μισθωτούς, ώστε να μπορούν να εξισορροπηθούν σε ένα βαθμό οι δυσμενείς και αναπόφευκτες συνέπειες του δημογραφικού.

Ο νέος νόμος, προκειμένου να αντιμετωπίσει τα αμείλικτα προβλήματα του ασφαλιστικού και των ελλειμμάτων των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης, κινείται στο πλαίσιο της προστασίας των χαμηλότερων εισοδημάτων και της σημαντικής μείωσης του ποσοστού αναπλήρωσης για μισθούς άνω των 2.000. Κατά συνέπεια, όσοι ενδιαφέρονται να διασφαλίσουν ένα σημαντικό βαθμό αναπλήρωσης του εισοδήματός τους μετά τη συνταξιοδότηση, καθώς και ιδιώτες ή επιχειρήσεις που ενδιαφέρονται για το προσωπικό τους, θα πρέπει, αν δεν το έχουν κάνει ήδη, να στραφούν σε άλλους τρόπους συμπλήρωσης της κρατικής σύνταξης, μέσω κυρίως ατομικών ή ομαδικών ασφαλίσεων.

Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις από την πλευρά τους, κάτω από το αυστηρότερο ρυθμιστικό πλαίσιο του Solvency II, θα πρέπει να ανταποκριθούν στις νέες προκλήσεις προσφέροντας ευέλικτες και αποδοτικές συνταξιοδοτικές λύσεις, που να απαντούν στις ολοένα αυξανόμενες ανάγκες αναπλήρωσης του συνταξιοδοτικού εισοδήματος. Έμφαση θα πρέπει να δοθεί στον σχεδιασμό σύγχρονων εργαλείων συνταξιοδοτικής αποταμίευσης που θα σέβονται τις ιδιαιτερότητες της μακροχρόνιας δέσμευσης του πελάτη, παρέχοντας δυνατότητες μεταβαλλόμενων τοποθετήσεων και επενδυτικών επιλογών, υποστηρίζοντας διαρκώς τον ασφαλισμένο στον συνταξιοδοτικό σχεδιασμό του. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, η συγκεκριμένη κατηγορία προϊόντων μπορεί να αποτελέσει μια σημαντική ευκαιρία ανάπτυξης εργασιών για την ελληνική ασφαλιστική αγορά.

Εγγραφείτε στο NewsLetter μας