Άρθρα

Αίτηση Ασφάλισης και Ασφαλιστική Σύμβαση

H σπουδαιότητα του σταδίου το οποίο προηγείται της σύναψης της ασφαλιστικής σύμβασης, ως διαρκούς σχέσης μεταξύ του λήπτη της ασφάλισης – ασφαλισμένου και του ασφαλιστή, όπως και άλλοτε έχουμε επισημάνει, διευρύνεται διαρκώς, λόγω και της εξέλιξης του νομοθετικού πλαισίου, το οποίο καλείται να αντιμετωπίσει επιτυχώς τη διαρκώς αυξανόμενη πολυπλοκότητα των προϊόντων της ασφαλιστικής βιομηχανίας, αλλά και αυτής της νομολογίας

Κατά το στάδιο αυτό, μάλιστα, της ασφαλιστικής σχέσης, εξέχοντα ρόλο, κατά κανόνα, διαδραματίζει ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής, ο οποίος καλείται, μεταξύ άλλων, κάθε φορά να διαπιστώσει τις ασφαλιστικές ανάγκες του υποψήφιου ασφαλισμένου, να του παράσχει επαρκή ενημέρωση σχετικά με τα ειδικά χαρακτηριστικά της ασφαλιστικής σχέσης, να βοηθήσει στη σύνταξη μίας σωστά διατυπωμένης αίτησης ασφάλισης, με περιεχόμενο που ανταποκρίνεται στις ασφαλιστικές του ανάγκες, και να αποτυπώσει σ’ αυτή όλα εκείνα τα κρίσιμα στοιχεία (ασφαλιστικά Βάρη άρθρο 3 Ν. 2496/1997), τα οποία θα καταστήσουν τον ασφαλιστή (ασφαλιστική επιχείρηση) ικανό να αποφασίσει αν θα αποδεχθεί τους κινδύνους και στη συνέχεια να τους κοστολογήσει, προσδιορίζοντας  ταυτόχρονα το ασφάλιστρο που θα κληθεί να καταβάλει ο υποψήφιος ασφαλισμένος.

Όλα εκείνα τα γεγονότα και οι διεργασίες που διαδραματίζονται στην προσυμβατική αυτή φάση, καθώς και η σύνταξη της αίτησης ασφάλισης, είναι κρίσιμα για τη διαμόρφωση μίας βιώσιμης ασφαλιστικής σχέσης, αφού συμβάλλουν στην τελική επέλευση της απαιτούμενης και ουσιαστικά πραγματικής σύμπτωσης των βουλήσεων των συμβαλλόμενων μερών ή, πιο απλά, στην παροχή από τον ασφαλιστή της υπηρεσίας την οποία ακριβώς επιθυμεί ο ασφαλισμένος να λάβει και όχι κάτι άλλο, το οποίο δεν καλύπτει τις ανάγκες του.

Το νομοθετικό πλαίσιο, εθνικό και ενωσιακό, όπως και η νομολογία τείνουν στο να δίνουν όλο και μεγαλύτερη βαρύτητα στη φάση αυτή της ασφαλιστικής σχέσης. Η πρόταση Οδηγίας [COM (2012) 360 FINAL 2012/0175 (COD)] για την αναθεώρηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ (IMDI EE L 9, σ.3. βλ. επίσης Γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ για την πρόταση της Οδηγίας 2013/C/44/16) σχετικά με την ασφαλιστική διαμεσολάβηση, μεταφέρει ακόμη μεγαλύτερο βάρος στην προσυμβατική φάση, αφού η ανταλλαγή εγγράφων ακριβούς και έγκυρης πληροφόρησης, πριν από την τελική σύναψη, κρίνεται ως αναγκαία.

Συνεπώς, η έγκυρη, ακριβής και επαρκής, ανάλογα με τις περιστάσεις, πληροφόρηση, η οποία οδηγεί τον υποψήφιο ασφαλισμένο να διαμορφώσει πραγματική και ουσιαστική βούληση την οποία απευθύνει προς τον ασφαλιστή, υλοποιείται μέσα από τη σαφή και ειλικρινή συμπλήρωση της αίτησης ασφάλισης, η οποία πρέπει να περιέχει με σαφήνεια και πληρότητα τους ζητούμενους να καλυφτούν από τον ασφαλιστή κινδύνους και ταυτόχρονα τη γνωστοποίηση στον ασφαλιστή των κρίσιμων γεγονότων και πληροφοριών για την αποδοχή και την εκτίμηση των κινδύνων αυτών.

Το έγγραφο της αίτησης ασφάλισης, συνεπώς, αποτελεί έγγραφο σημαντικότατο της πλήρους ασφαλιστικής σύμβασης, εκ του γεγονότος ότι αυτό αποτελεί τη βάση επί της οποίας συντάσσει και υπογράφει ο ασφαλιστής τη σύμβαση, αποδεχόμενος να καλύψει τους αιτούμενους κινδύνους.

Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 5 του ΑσφΝ (Ν. 2496/1997), αν υπάρχει παρέκκλιση στο περιεχόμενο του ασφαλιστηρίου συμβολαίου από την αίτηση ασφάλισης, ο ασφαλιστής έχει την υποχρέωση να ενημερώσει γι’ αυτήν με ειδική μνεία στην πρώτη σελίδα του ασφαλιστηρίου και με διακριτό τρόπο, καθώς και με ειδική μνεία προς τον υποψήφιο ασφαλισμένο για το δικαίωμα εναντίωσης εντός 30 ημερών από τη λήψη του συμβολαίου. Επισημαίνεται ότι οι τυχόν παρεκκλίσεις από την αίτηση ασφάλισης αφορούν στο εξατομικευμένο περιεχόμενο της αίτησης. Κρίσιμο εν προκειμένω είναι το γεγονός της υποχρέωσης, της με ειδικό τρόπο επισήμανσης από τον ασφαλιστή, της παρέκκλισης από την αίτηση, έτσι ώστε αυτό να γίνει αντιληπτό από τον υποψήφιο ασφαλισμένο. Παράλειψη του ασφαλιστή να εκπληρώσει την υποχρέωση αυτή κατά τα ανωτέρω άγει στη μη δέσμευση του ασφαλισμένου – λήπτη της ασφάλισης από τους κατά παρέκκλιση της αίτησης όρους και, συνακόλουθα, στην επικράτηση των όρων οι οποίοι είχαν συμπεριληφθεί στην αίτηση ασφάλισης (άρθρο 2 παρ. 5, δεύτερο εδάφ. Ν. 2496/1997).

Επισημαίνεται ότι το ανωτέρω ζήτημα έχει κριθεί και από τη νομολογία, η οποία επιβεβαιώνει μέσω των αποφάσεων τη σημασία του περιεχομένου της αίτησης και συνακόλουθα και τις σχετικές με αυτή υποχρεώσεις του ασφαλιστή (ΑΠ 1589/2013 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 242/2011 ΔΕΕ 22011/1046, κλπ.).

Θεόδωρος Κουτσούμπας, Δικηγόρος – Διδάκτορας Νομικής (e-mail: [email protected])

Μια συνεργασία με το Περιοδικό ΣΥΝήΓΟΡΟΣ

Εγγραφείτε στο NewsLetter μας